Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

89 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Αγαπητοί Φίλοι και φίλες Θρακιώτες και Θρακιώτισσες Πριν από 89 ακριβώς χρόνια ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. 260.000 ανατολικοθρακιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους τις περιουσίες τους τις σοδειές τους, λόγω της εφαρμογής της συμφωνίας των Μουδανιών που παρέδιδε την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους ως αντάλλαγμα της νίκης τους στο μικρασιατικό χώρο. Αν και η Θράκη αποτελούσε για χιλιάδες χρόνια ένα ενιαίο χώρο, μέσα στον οποίο συμβίωναν διαφορετικοί πολιτισμοί, γλώσσες και θρησκείες, μόνο 2 δεκαετίες, ούτε καν μισός αιώνας, χρειάστηκαν για να τριχοτομηθεί και να χάσει την φυσιογνωμία της που κατά βάση χαρακτηρίζονταν για την ελληνικότητα της, όπως παραδέχονται σήμερα η πλειοψηφία των ιστορικών επιστημόνων. Προηγήθηκε το 1885, η βίαιη απόσπαση της Βόρειας Θράκης και η ένταξη της στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος με τις ευλογίες των Ρώσων και πάντα στα πλαίσια του πανσλαβικού εθνικισμού. Στη συνέχεια ήρθε η σειρά της Ανατολικής Θράκης με το οργανωμένο σχέδιο των Νεότουρκων με την καθοδήγηση των Γερμανών. Μάλιστα αυτή η ανατροπή συνδυάστηκε με βία, από καθεστώτα που δεν γεννήθηκαν μέσα από δημοκρατικές-επαναστατικές διαδικασίες, αλλά με μέσα και με μοναδικό στόχο τη βία εναντίον ανθρώπων. Χρονικά όμως η απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε ήδη από το 1903-4 και εντάθηκε στην διετία 1913-15 όταν ο στυγνός βουλγαρικός ζυγός αντικαταστάθηκε από τις θηριωδίες του τουρκικού στρατού κατά την επανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Είναι η περίοδος του Α΄βαλκανικού πολέμου και η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης από τον βουλγαρικό στρατό. Βασικός στόχος του βουλγαροτουρκικού ανταγωνισμού, ήταν η εξόντωση του ελληνικού στοιχείου, που υπερτερούσε πληθυσμιακά, διότι αποτελούσε το "αγκάθι" για την εδραίωση της βουλγαρικής ή της τουρκικής κυριαρχίας. Ουσιαστικά όμως προετοίμαζαν το κλίμα για την πλήρη φυσική εξόντωση των Ανατολικοθρακών που ολοκληρώθηκε με απόλυτη ακρίβεια το 1922. Όπως και στη Μ. Ασία έτσι και στην Ανατολική Θράκη οι διωγμοί και η έξοδος των Ελλήνων δεν υπήρξαν απλά και μόνο το επιστέγασμα μιας μαζικής και συλλογικής απόφασης προς απλή διεκπεραίωση. Συντελέστηκαν υπό τη μορφή της φυσικής εξόντωσης χωρίς να συνυπολογιστεί ο τύπος των εκτοπισμών, οι συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού στοιχείου στα βάθη της Ανατολίας καθώς και ο αριθμός αυτών που επέζησαν. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες διώχτηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί από τους Νεότουρκους, από την ενδοχώρα προς τα παραθαλάσσια αστικά κέντρα της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου και από εκεί προωθούνταν με ατμόπλοια στα ελληνικά λιμάνια, υπήρξαν σκληρές και απάνθρωπες. Συντελούνταν μέσα σε κλίμα φόβου, πανικού, τρομοκρατίας, διαρκών βιαιοπραγιών και δολοφονικών ενεργειών. Δεν περνούσε μέρα που να μην καταγράφονταν αθώα θύματα, τα οποία συμπλήρωναν τον ατέλειωτο κατάλογο των παθόντων και ολοκλήρωναν την εικόνα της τραγωδίας. Έτσι ο τελικός ξεριζωμός των Ανατολικοθρακών δεν ήταν ένα ξαφνικό γεγονός. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν αφημένοι στη μοίρα του, μια και δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η δυνατότητα ανάπτυξης συλλογικής αντίστασης εκ μέρους τους χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα μετά το 1910 με τη σιωπηρή συναίνεση του ελληνικού κράτους. Το γεγονός εκείνο επηρέασε καθοριστικά το μέλλον τους, διότι δεν διέθεταν την αντίστοιχη πολιτική και εν γένει εθνική οργάνωση των Μακεδόνων. Στην κρίσιμη και αποφασιστική αυτή εποχή το ελληνικό στοιχείο της Ανατολικής Θράκης έχασε όσα ερείσματα του απέμεναν από την εθνική ανασύνταξη του τα έτη 1908-1909 και αποδιοργανώθηκε εντελώς. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης ήταν οι πρώτοι αλύτρωτοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας που υπέστησαν πολύ ενωρίτερα από Μικρασιάτες και Ποντίους τις τουρκικές διώξεις εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων. Τους διωγμούς και τους εκτοπισμούς των Ανατολικοθρακών πληροφορούνταν από ελληνικές εφημερίδες οι Μικρασιάτες αλλά δεν φαντάζονταν ότι σε λίγο καιρό θα επεκτείνονταν και σ' εκείνους. Για τον πρώτο ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης το βιβλιογραφικό κενό είναι μεγάλο. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη των κενών αυτών, μπορούμε να πούμε με σιγουριά και με βάση την αντιπαραβολή των στοιχείων τα εξής: ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης πριν ξεκινήσουν οι διωγμοί και οι εκτοπισμοί υπολογίζονταν γύρω στις 365.000. από αυτούς πριν από τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο είχαν ήδη εκδιωχθεί 119.938. Στη διάρκεια του παρόμοια τύχη είχαν 96.191, οι οποίοι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Απ' αυτούς επέστρεψαν 50.000 στις γενέτειρες τους καθώς, οι μισοί περίπου πέθαναν από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Παράλληλα στην ενδοχώρα της Αν. Θράκης 15.000 άτομα σφαγιάστηκαν σε επιδρομές Τούρκων ατάκτων στα χωριά. Το μέγεθος της συμφοράς δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμούς, μόνο. Η πρόσκαιρη απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό το 1920 δεν έδειχνε στα μάτια των ταλαιπωρημένων προσφύγων αλλά και όσων έμειναν στην ενδοχώρα πως το μέλλον τους θα ήταν ήρεμο χωρίς καινούργιους διωγμούς και απελάσεις. Η μικρασιατική καταστροφή οδήγησε στην οριστική έξοδο των προγόνων μας από τις πατρογονικές τους εστίες. Χιλιάδες άνθρωποι από τη Θράκη, μέσα σε 2 μόλις χρόνια έγιναν πάλι πρόσφυγες και κατέληξαν εξαθλιωμένοι σε διάφορες γωνιές του ελλαδικού χώρου και του εξωτερικού. Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο βασανιστική γιατί το κράτος που θα έπρεπε να αναδείξει ένα μέρος αυτής της ιστορικής διαδρομής των προσφύγων στάθηκε απέναντι τους. Από το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 μέχρι τις κατά καιρούς πολιτικές ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας του 1930 δεν λειτούργησε μόνο οικονομικά εις βάρος των προσφύγων αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους είδε να χάνεται το ενδεχόμενο αποζημίωσης των περιουσιών τους, αλλά λειτούργησε ηθικά και πολιτικά σαν το πρώτο μέσο για την εξαφάνιση του προσφυγικού πληθυσμού, όπως και την εξαφάνιση της μνήμης. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε το πραγματικό αλλά και συμβολικό τέλος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, που συνδέθηκε με την οριστική είσοδο της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών. Η αποχώρηση από το ιστορικό προσκήνιο της πολυεθνικής, ισλαμικής, προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να επιλύσουν το εθνικό πρόβλημα με την εξόντωση και τον αποκλεισμό των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και να μετατρέψουν βίαια τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε εθνικά Τούρκους. Η εσωτερική αυτή διαδικασία οδήγησε σε πρωτοφανείς μεθόδους ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος. Μεθόδους που η ανθρωπότητα θα τις συνειδητοποιήσει λίγες δεκαετίες αργότερα με την απόλυτη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Ιστορικό σημείο αφετηρίας είναι το στρατιωτικό πραξικόπημα των Νεότουρκων εθνικιστών το 1908. Η επιλογή της φυσικής εξόντωσης των χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προέρχεται από την προσπάθεια του στρατού να μειώσει την οικονομική ισχύ των «ραγιάδων» επιβάλλοντας τη βίαιη μεταφορά κεφαλαίου από τους χριστιανούς στους μουσουλμάνους, ώστε να κατασκευαστεί μια τουρκική αστική τάξη. Η νέα οθωμανική αστική τάξη που είχε αναδυθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε προέλθει σε μεγάλο βαθμό από τις ομάδες των ραγιάδων, των παλιών απόκληρων ενός αυταρχικού ισλαμικού κράτους, που αποφάσισε όμως με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ να εκσυγχρονιστεί και να υπερβεί τους παλιούς καταναγκασμούς που απέρρεαν από την ισλαμική υπεροψία. Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους. Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) τα Αχιγένεια εκπαιδευτηρια στη Ραιδεστό, η Ζάπειος σχολή στην Αδριανούπολη κ.ά. Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838-1922). Αλλες σημαντικές εφημερίδες, η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1922). Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα κέντρα του στην Κωνσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, την Αδριανούπολη την Ραιδεστό κ.α. και την συνεχή ύπαρξη λόγιας τάξης. Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») και των Θρακομακεδόνων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς. Παρ’ όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στον μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο και με την Ενωση με την Ελλάδα ή την αυτονόμηση της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Η κατάσταση στην Ελλάδα Την ίδια εποχή οι Ελληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 4,5 εκατομμύρια και ζούσαν σ’ έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού Βασιλείου βρισκόταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα αναπτυγμένες όπως και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογία βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής. Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα «καταλάβουν» την εξουσία στο Βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν. Ετσι η μοναδική ελληνική αστική τάξη που είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο νεαρό κράτος ήταν αρκετά εσωστρεφής και αυτό είχε αντανάκλαση στην πολιτική διαχείριση των επαναστατικών ελληνικών κινημάτων στα Βαλκάνια (Κρήτη 1866, Μακεδονία 1878). Μόνο η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, που διεκδικούσε προς όφελός του τις μακεδονικές και θρακικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, κινητοποίησε δυνάμεις εντός της Ελλάδας. Ο στόχος ήταν η αποτροπή του νέου αυτού επιθετικού εθνικισμού . Οσον αφορά τις οθωμανικές εξελίξεις η Ελλάδα, μέχρι σχεδόν του πραξικοπήματος των Νεοτούρκων (1908), ακολουθεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τους στόχους των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τομή στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της Ελλάδας, ήταν το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (Γουδί) που ευνόησε την άνοδο στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων αναθέτοντας στον Ελ. Βενιζέλο τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος, προερχόμενος από την επαναστατημένη λίγο καιρό πριν Κρήτη, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιστορική καμπή που διάβαινε ο χώρος της Εγγύς Ανατολής με τη νίκη των ακραίων Τούρκων εθνικιστών και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων. Αφορμή για την τελική ρήξη του παλαιοελλαδικού πολιτικού κόσμου, του συσπειρωμένου γύρω από τη μοναρχία και τον Κωνσταντίνο, με τον Ελ. Βενιζέλο θα προέλθει με την έξοδο ή όχι της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηδη, πριν ακόμα από την έναρξη του Πολέμου, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει την υλοποίηση του προγράμματος εθνικών εκκαθαρίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη και την Ιωνία. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία βιώνει έναν μεγάλης έκτασης εσωτερικό διχασμό. Μετά το τέλος του Πολέμου Επειτα από πολλές παλινωδίες και περιπέτειες, η Ελλάδα θα πάρει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τελικά θα βρεθεί στο στρατόπεδο των νικητών. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Νεότουρκοι ήδη είχαν διαπράξει πρωτοφανή εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Η πολυεθνική Αυτοκρατορία είχε φτάσει πια στο τέλος της. Διαμορφωνόταν πλέον η εποχή των εθνών-κρατών, με βάση πληθυσμιακά, ιστορικά και γεωπολιτικά κριτήρια. Στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πριν του 1914 ανέρχονται στο 20% του πληθυσμού, θα αποδοθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών το 6% του παλιού οθωμανικού εδάφους, ενώ θα εξαιρεθούν περιοχές του μικρασιατικού Βορρά που είχαν υποφέρει σκληρά από τη βία του νεοτουρκικού εθνικισμού. Οι Αρμένιοι αποκτούσαν και αυτοί εθνικό κράτος, ενώ αυτονομία θα απολάμβαναν και οι Κούρδοι. Το μεγαλύτερο μέρος του παλιού κοινού οθωμανικού σπιτιού μετατρεπόταν πλέον στο έθνος-κράτος των Τούρκων. Οι παράμετροι που θα αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων θα είναι αφενός ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα εκφράσει τον επιθετικό τουρκικό εθνικισμό, και η μοναρχική παράταξη η οποία θα υπονομεύσει το μικρασιατικό εγχείρημα. Παράλληλα η αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα αναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί η στάση της Γαλλίας, της Ιταλίας αλλά και του Βατικανού ακόμα που ανησυχούσαν με τη γεωπολιτική ενίσχυση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με το πρόσχημα της επιβολής της τάξης στην περιοχή. Παρ’ ότι στάλθηκε στην περιοχή για να προστατεύσει τους πληθυσμούς που είχαν υποφέρει από τη βία, κύριο μέλημά του υπήρξε η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομήθηκε από την κεντρική οθωμανική εξουσία και άρχισε τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος πολύ έξυπνα τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat i Mahsusa θα πλαισιώσουν πρώτες το κίνημα αυτό και θα αγωνιστούν για τη σωτηρία τους και για την υλοποίηση των αρχικών σχεδίων που είχαν σταματήσει με τη νεοτουρκική ήττα. Έτσι οι εσωτερικές αντινομίες του ελλαδικού Ελληνισμού θα οδηγήσουν σε μια ήττα, η οποία καθόλου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ακατανόητη απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα φέρει στην εξουσία το αντιπολεμικό και αντιμικρασιατικό, φιλογερμανικό Λαϊκό Κόμμα και τον ανεπιθύμητο για τους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Το μέλλον των Ελλήνων στην Ανατολή το ήξεραν καλύτερα οι ίδιοι οι Τούρκοι εθνικιστές. Η επίσημη εφημερίδα του Κεμάλ στην Αγκυρα έγραφε στις 28 Οκτωβρίου 1920 για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές: «Οι ελληνικές εκλογές θα κρίνουν την τύχη του μικρασιατικού πολέμου. Πτώση του Βενιζέλου σημαίνει και πτώση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία…», ενώ στις διαδηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών στην Αγκυρα κυριαρχούσε το σύνθημα: «Μπιν γιασασίν Μουσταφά Κεμάλ / Γιασασίν Κωνσταντίνος / Καχρολσούν Βενιζέλος» («Πολύ ζήτω στον Μουσταφά Κεμάλ / Ζήτω στον Κωνσταντίνο / Κατάρα στον Βενιζέλο»). Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, που συνεργάστησε προεκλογικά σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα με το ΣΕΚΕ, είχε πολιτευτεί με συνθήματα όπως «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς», «Αποχώρηση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια διετή πολιτική (Νοέμβριος 1920-Σεπτέμβριος 1922) που θα χαρακτηριστεί από μία προσπάθεια διαρκούς αλλά ανεπιτυχούς απαγκίστρωσης από τη Μικρά Ασία. Τελικά, αντί να οδηγήσει τους στρατιώτες στα σπίτια τους, θα τους οδηγήσει πέρα από την Αλμυρά Έρημο. Την ίδια στιγμή δεν υπήρχε καμιά μέριμνα για οργάνωση του μετώπου περιμετρικά της Σμύρνης. Παράλληλα θα αγνοήσει τα αιτήματα των Ελλήνων της Ανατολής. Θα απορρίψει το αίτημα της οργάνωσης «Μικρασιατική Αμυνα» για δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας. Επίσης αγνόησε ολοκληρωτικά τον Πόντο, όπου οι αντάρτες έδιναν εγκαταλειμμένοι τον σκληρό αγώνα ενάντια στον τουρκικό στρατό. Τον Ιούλιο του 1922 προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με την προοπτική αυτή νομοθέτησε (2870/1922) την απαγόρευση της εκκένωσης της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ετσι παρέδιδε συνειδητά τους Ελληνες της Ιωνίας στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Κάτι που έκανε και λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των κεμαλικών, όταν διέταζε τον διαλυμένο ελληνικό στρατό να επιβιβαστεί στα πλοία για να αναχωρήσει και να επιστρέψει «οίκαδε», διατάζοντας τον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη να απαγορεύσει την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα». Από τα 2,2 εκατομμύρια που ήταν οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα καταμετρηθούν το 1928 ως πρόσφυγες στην Ελλάδα περίπου 1,25 εκατομμύρια. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον συνολικό αριθμό των απωλειών. Κανείς ποτέ στην Ελλάδα δεν προσπάθησε να καταγράψει τα θύματα. Εξάλλου η προσφυγική μνήμη υπήρξε μια απαγορευμένη Μνήμη μέχρι τη δεκαετία του ’80, οπότε οι προσφυγικές οργανώσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έδιναν οι νέες συνθήκες, θα μιλήσουν για όλα αυτά και θα επιβάλουν εν τέλει την ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στο συνολικό εθνικό αφήγημα. Η Γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποτυχία της Ελλάδας να επιβάλλει τη Συνθήκη των Σεβρών στο τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, οδήγησαν στην οριστική γεωπολιτική υποβάθμιση, στην απώλεια του πλήρους ελέγχου του Αιγαίου, στη μείωση του ελληνικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και πάνω απ’ όλα, στην διαιώνιση μιας προβληματικής δομής που χαρακτηριζόταν -από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους- από την έλλειψη σύγχρονων αστικών στρωμάτων και την πλήρη διαπλοκή των κατά καιρούς δημιουργούμενων ελίτ με το κράτος. Αναλογιζόμενοι 89 χρόνια μετά την ελληνική αποτυχία στο νου έρχεται η ρήση του Λόιδ Τζορτζ, όταν η Ελλάδα φάνταζε ως η μελλοντική μεγάλη δύναμη στην Αν. Μεσόγειο: ««Τίποτα λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τους Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα». Όπως και η διαπίστωση του ιστορικού Douglas Dakin : «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστρoφική ήττα.» ( “H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923”, εκδ. ΜΙΕΤ) Ο Αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) εκείνη την εποχή κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι ανταποκρίσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για την πολιτική των μοναρχικών και του Λαϊκού Κόμματος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έγραψε: «Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ' αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο». Μετά την ήττα του Αυγούστου του '22 και την αναχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, η Ιωνία ολόκληρη παραδόθηκε συνειδητά στη σφαγή από τους νικητές. Η υποχρεωτική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία συνέβη πολύ πριν από τη διακρατική συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών. Εντασσόταν στα σχέδια που είχαν εκπονήσει μια δεκαετία πριν οι Νεότουρκοι, κάτι που ομολογήθηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ πασά κάνοντας έναν απολογισμό τον Αύγουστο του 1923 δήλωσε «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε!» Οι πρόσφυγες που θα φτάσουν στην Ελλάδα θα συναντήσουν ένα εχθρικό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό το είχαν βιώσει από την πρώτη προσφυγιά (1914-1918), όταν είχαν καταφύγει στην Ελλάδα για να σωθούν από τη Γενοκτονία των Νεότουρκων. Σε ψήφισμα (άρθρο 7) της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, που απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλάδας, ζητιέται «να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών...». Στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών ανήκαν τότε περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία. Ειδικά όμως στις φιλομοναρχικές ομάδες του πληθυσμού, από την εποχή του Διχασμού είχαν διαμορφωθεί ισχυρά αντιπροσφυγικά στερεότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πογκρόμ κατά των προσφύγων -ως βενιζελικών- που εξαπολύθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1916 από τις πρωτοφασιστικές παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων», που είχαν ιδρύσει οι Δημήτριος Γούναρης και Ιωάννης Μεταξάς. Τον Νοέμβριο του '16, στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφτηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επιστράτων». Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν επίσης οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Κατά τα «Νοεμβριανά» υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων που είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να «μολύνουν» με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: «Από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου "Σωτηρία" Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμός των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.σ. συνοικιακά κέντρα των επιστράτων)». Ο Π. Πετρίδης αναφέρει «...οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν επειδή ήταν πρόσφυγες: Οι δολοφονίες αποτελούσαν εν ψυχρώ και απρόσωπα εγκλήματα μίσους, το οποίο είχε καλλιεργηθεί συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης. (...) είχε απαλλάξει [η κυβέρνηση] την πρωτεύουσα από αρκετές χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, στέλνοντάς τους να αποδεκατιστούν από την πείνα και τις επιδημίες σ' ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σούδα...» Οι έντρομοι πρόσφυγες από τις οθωμανικές περιοχές θα καταφύγουν στο λιμάνι του Πειραιά όπου: «...η παρουσία του συμμαχικού στόλου και η άμυνα οπλισμένων ομάδων Κρητικών απέτρεψαν τις επελάσεις που σχεδίαζαν οι Επίστρατοι. Ωστόσο πλήθη βενιζελικών και προσφύγων -προοιωνιζόμενοι τις σκηνές που θα ζούσε λίγα χρόνια αργότερα η Σμύρνη- συγκεντρώθηκαν στις αποβάθρες του λιμανιού, φορτωμένοι με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και ελπίζοντας να βρουν πλοία φυγής....». Ακριβώς αυτό το μίσος κατά των Ελλήνων της Ανατολής θα διατρέχει όλο το μηχανισμό του Λαϊκού Κόμματος και της φιλομοναρχικής παράταξης για δεκαετίες μετά τη μεγάλη Καταστροφή. Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό, που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη». Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του «Πρωινού Τύπου», στην εφημερίδα του θα απαιτήσει το 1933 να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Ελληνες. Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικλής Μπουρμπούλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας». Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Πολλά περιστατικά αναφέρονται σε όλη την έκταση της Βόρειας Ελλάδας. Η επαρχία Νέστου δεν ήταν έξω από αυτά. Από την μελέτη των αρχείων της Βουλής διαπιστώνουμε, τη σύγκρουση μεταξύ προσφύγων και ντόπιων για την νομή των βοσκοτόπων για τα ζώα τους. Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της «Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας» από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι' αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 τη «Συνθήκη» παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Με την ελληνοτουρκική Συνθήκη της Αγκυρας του 1930 αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις μουσουλμανικές περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα. Όλες αυτές οι πολιτικές αποδείχθηκε ότι έγιναν εις βάρος των προσφυγικών πληθυσμών, και μάλιστα πέρασε σε όλες τις πτυχές τις πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι η τραγωδία, ενός σημαντικού και ιδιαίτερης αξίας μέρους του ελληνικού λαού συνδυάστηκε με την καταστροφή και τον ακρωτηριασμό της μνήμης και της ταυτότητας. Όσοι σώθηκαν από τον ακρωτηριασμό της Θράκης, μαζί με τους συγγενείς τους, τις προαιώνιες εστίες τους, τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, τις ανθηρές κοινότητες τους, έχασαν και το δικαίωμα στην ιστορική αναφορά, στην προέλευση και τη μνήμη. Όμως η σιωπή και η λήθη ποτέ δε βοηθά στην αδελφοποίηση και την προσέγγιση των λαών και των εθνών και η παραγραφή των αδικημάτων που υπέστησαν ήταν προϋπόθεση για αυτού του τύπου την ελληνοτουρκική φιλία. «Να ξεχάσουμε» ήταν η παρότρυνση της περιόδου εκείνης. Ήταν βάρος που έπρεπε ή να εξαφανισθεί ή τουλάχιστον να μείνει χωρίς ουσιαστικό μέλλον και αυτό μπορούσε να γίνει με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του πλούσιου παρελθόντος. Σύντομα ο πρώτος ακρωτηριασμός ακολουθήθηκε και από ένα δεύτερο με τον διασκορπισμό τους σε όλη την Ελλάδα και από έναν τρίτο στη δεκαετία του 1950 και 1960, με τη μετανάστευση σε όλο τον κόσμο. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η τάση αυτή εντάθηκε και μάλιστα οι Θρακιώτες την έζησαν ακόμη πιο έντονα, αφού η περιοχή που απέμενε τελικά στην Ελλάδα μετά την τριχοτόμηση της ενιαίας Θράκης, μετατράπηκε σε περιθωριακό χώρο όπου τα στρατιωτικά-οχυρωματικά έργα ήταν τα μοναδικά απαραίτητα. Η Θρακική παράδοση και ιστορία περιοριζόταν σε δύο-τρεις χορούς και τραγούδια από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η Θράκη ήταν γνωστή ως τόπος εξορίας για ανεπιθύμητους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς. Η πολιτική αυτή ήθελε τη Θράκη παραμεθόρια περιοχή, τόπο συνόρων και εξορίας. Το «θα σε στείλω στον Έβρο» πέρασε από τον κινηματογράφο μέχρι τη λογοτεχνία. Η μεταπολίτευση άνοιξε έναν άλλο κύκλο ο οποίος όμως, κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ περιορισμένος πολιτισμικά και πολιτικά. Το μοντέλο δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, γι' αυτό και υπήρχε η μεγάλη φυγή της νεολαίας από τα σωματεία. Δεν μπορούσε να προσελκύσει την τρίτη γενιά παρά μόνο σε ένα μικρό κομμάτι του προσφυγικού πολιτισμού. Το 1989 μετά την αλλαγή των δεδομένων στην ανατολική Ευρώπη δημιουργήθηκε μία νέα πραγματικότητα και στη Θράκη. Μάλιστα αυτό συνδυάστηκε και με το γεγονός πως συλλογικοί θεσμοί των Θρακών και ερευνητές της δεύτερης και τρίτης προσφυγικής γενιάς ανέδειξαν τα ζητήματα της προσφυγιάς των ανταλλάξιμων περιουσιών και της γενοκτονίας. Προσπάθεια, η οποία παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες, συνεχίζεται. Οι Θρακιώτες έχουν επιπλέον λόγους για να αναδείξουν και τα υπόλοιπα κομμάτια της ιστορίας τους, αφού μία σειρά από αιτίες δεν άφηναν το Θρακικό πολιτισμό να αναπνεύσει. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η μεγάλη μετανάστευση της δεκαετίας του 1960 προς τη δυτική Ευρώπη -κυρίως προς την τότε δυτική Γερμανία- αλλά και προς το εσωτερικό της Ελλάδας, δημιούργησαν καταστάσεις ασφυξίας. Έτσι σήμερα ολοένα και περισσότεροι Θρακιώτες, σύλλογοι και φορείς κατανοούν πως δεν επιτρέπεται από εμάς τους ιδίους καταρχήν να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια απέναντι σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα από όπου και αν προέρχεται. Η τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της ιστορίας, άστοχη κατά την γνώμη μου, ήταν ίσως κι' ένας απ' τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Ναι να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε και όχι να κρύβουμε, όλα αυτά που συνέβησαν σε βάρος των προγόνων μας και που ζητούν μετά τόσα χρόνια δικαίωση. Καθημερινά διαπιστώνουμε την κρίση του πολιτικο-οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Αυτό και μόνο το γεγονός κάνει τις κυρίαρχες δυνάμεις να εφευρίσκουν συνεχώς νέα ιδεολογικά σχήματα μέσα από τα οποία θέλουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση πως ζούμε σε ένα χρόνο και μία ιστορική εποχή χωρίς παρελθόν. Προχωρούν δε ακόμη περισσότερο αξιοποιώντας την τεχνολογική και επιστημονική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών λέγοντας πως ότι συμβαίνει στα σημερινά χρόνια είναι κάτι πρωτόγνωρο και αμετάκλητο και πως το παρελθόν δεν έχει τίποτα να μας διδάξει. Όταν όμως κάτω από την πίεση για αναψηλάφηση γεγονότων όπως γενοκτονίες, διωγμοί, εθνοκάθαρση πληθυσμιακών ομάδων ή την επιμονή μεγάλων ή μικρών πληθυσμιακών ομάδων να καθορίσουν την ταυτότητα τους και την πορεία τους μέσα στο χρόνο, αναγκάζονται να συνηγορήσουν μέχρι ενός σημείου, καταφεύγουν στη δημιουργία τόπων και επετείων μνήμης με μοναδικό πάντα στόχο τον πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο, όπως και τον έλεγχο της ίδιας της μνήμης πολύ δε περισσότερο να καλλιεργήσουν την λήθη. Για αυτό και υπήρξαν οι αναζητήσεις και οι διεκδικήσεις, ειδικά από την τρίτη γενιά των προσφύγων που ανέδειξαν κάποιες ψηφίδες του μεγάλου ψηφιδωτού του περιφερειακού Ελληνισμού που καταστράφηκε. Σε αυτούς τους λίγους και θέλω να πιστεύω πως σε λίγα χρόνια θα είμαστε πλειοψηφικό ρεύμα, έμελε να παλέψουν ενάντια στη επίθεση που γίνονταν όλα αυτά τα χρόνια στην μνήμη μας στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Διότι η πάλη του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι η πάλη της μνήμης κατά της λήθης» . Η σημερινή εκδήλωση είναι από μόνη της ένα πολύ σημαντικό γεγονός για όλο τον θρακιώτικο ελληνισμό όπου γης. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να αποτελέσει στην πορεία του χρόνου μια απλή επετειακή εκδήλωση, αποστεωμένη και με κίνδυνο να προστεθεί δίπλα σε όλες τις άλλες παρόμοιες επετείους. Παρόλα αυτά θέλω να πιστεύω πως θα αποτελέσει μία αρχή ένα ξεκίνημα για την οργάνωση εκδηλώσεων πολύπλευρων που θα έχουν σχέση με όλα τα θέματα που απασχολούν σήμερα εμάς τους Θρακιώτες. Κυρίως όμως προέχει να προβάλουμε την ιστορία και τον πολιτισμό μας.

2 σχόλια:

SITALKIS είπε...

Χρήστο, συγχαρητήρια, που θυμήθηκες αυτήν τη δραματική επέτειο!!!

Γκαγκαβούζης-Gagavouzis είπε...

Καλημερα αγαπητε φιλε Παντελη!! δεν θα μπορουσα να την ξεχασω!!! και να σκεφτεις πως σε ολη την Βορειο Ελλαδα εγιναν μονο δυο εκδηλωσεις στη Χρυσουπολη και στη Βερροια! κατα τα αλλα η ΠΟΣΘ αναλαμβανει να υπενθημιζει στους συλλογους αυτες τις επετειους!!