Πριν από λίγα χρόνια ο Ιωαννίδης Γεώργιος, γιός του Αναστάς Ιωαννίδη από το χωριό Παράδεισος Καβάλας, ήρθε στο ιατρείο κρατώντας στα χέρια του ένα τετράδιο.
«Είναι οι αναμνήσεις του πατέρα μου γιατρέ», μου είπε βαθειά συγκινημένος και επειδή ξέρω πως γράφεις βιβλία θεώρησα πως μόνο εσύ θα μπορούσες να το αξιοποιήσεις και να τιμήσεις όπως θα έπρεπε τον πατέρα μας. Συνέχισε να λέει πως «ήρθαν πολλοί γι’ αυτό το βιβλίο, άλλοι θέλησαν να πληρώσουν τον γέρο( έτσι τον χαρακτήριζε ο ίδιος), ήρθαν στρατιωτικοί, πολίτες διάφοροι, το διάβασαν αλλά ποτέ δεν είδαμε κάτι γραμμένο σε ένα περιοδικό σε μία εφημερίδα ή σε ένα βιβλίο».
Το πήρα στα χέρια μου συγκινημένος όχι για τα καλά του λόγια, αλλά επειδή για πρώτη φορά στα χέρια μου είχα μία προσωπική μαρτυρία καταγραμμένη από τον ίδιο για το αντάρτικο του Πόντου. Αν και δεν είμαι Πόντιος στην καταγωγή, ασχολούμαι περισσότερο με την συγγραφή βιβλίων για τη Θράκη λόγω καταγωγής, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο μου από το Γιώργη Ιωαννίδη, με ανάγκασε να δεχτώ και κατ’ επέκταση να ασχοληθώ με τις καταγραμμένες αναμνήσεις του Αναστάς ή Τζολοβέκ. Στο πρώτο ξεφύλλισμα του τετραδίου, που έγινε αυθημερόν έμεινα εμβρόντητος από την καθαρή γραφή του. Όπως με πληροφόρησε ο Γιώργης ήξερε να γράφει ελληνικά, τουρκικά και οθωμανικά. Σπάνιο για την εποχή του. Αυτό το διαπίστωσα αμέσως ανατρέχοντας στις σελίδες του τετραδίου όπου και διαπίστωσα πως στις σελίδες 90, 98,99,127, είχε κείμενα στην οθωμανική γραφή, αμέσως από κάτω στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες και πιο κάτω εξηγούσε στα ελληνικά τα κείμενα αυτά.
Ποιος είναι όμως ο Αναστάς Ιωαννίδης ή Τζολοβέκ. Γεννήθηκε στα 1896 στο μαχαλέ Κιρπιγικλάρ της κοινότητας Κουρού Κοκτζέ- (Kurugökçe) της περιφέρειας Σαμψούντας. Το χωριό βρίσκετε λίγα χλμ από τον παραλιακό δρόμο Σαμψούντας (Samsun)-Μπάφρας(Bafra). Ορεινό χωριό σκαρφαλωμένο σε μία πλαγιά του βουνού Κεμπζέν νταγ της οροσειράς Canik Daĝları.
Από μικρός δούλευε μαζί με τα αδέλφια του στις δουλειές της οικογένειας, το μυαλό του όμως ήταν συνεχώς στο σχολείο και στο διάβασμα. Όταν ήταν στην Δ’ τάξη του σχολείου, ήρθε στο χωριό τους εκπρόσωπος από την μητρόπολη Σαμψούντας, που καλούσε τα παιδιά αν θέλουν να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους στα σχολεία της πόλης. Άρα το σχολείο του χωριού ήταν ένα κοινό Γραμματοδιδασκαλείο. Αυτός πήρε την απόφαση να πάει στην πόλη και μία νύχτα έφυγε κρυφά από το σπίτι του. Από μικρός έδειχνε πως ήταν ανήσυχο πνεύμα. Όταν οι αδελφοί του μετά από λίγες μέρες τον βρήκανε έξω από το σχολείο της πόλης και του ζήτησαν να επιστέψει στο χωριό και στα ζώα της οικογένειας αυτός τους αντέταξε πως θα επιστρέψει μόνο αν τον αφήσουν να παρακολουθεί τα μαθήματα έστω του τουρκικού σχολείου. Τα αδέλφια του δέχτηκαν σκεπτόμενοι μάλλον πως γρήγορα θα εγκατέλειπε το σχολείο. Όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο, όχι μόνο ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά παράλληλα έμαθε και τα ελληνικά αυτοδίδακτος.
Τα επόμενα χρόνια τόσο στο αντάρτικο όσο και στις επαφές του με τούρκους αξιωματούχους ήταν αυτός που γνωρίζοντας πολύ καλά τόσο την οθωμανική γραφή όσο και τα τουρκικά λαϊκά και λόγια ήταν ο αποκλειστικός συζητητής και διαπραγματευτής όταν χρειάζονταν να μεσολαβήσει μεταξύ των τουρκικών και ανταρτικών δυνάμεων. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές όπως αυτός ήθελε διότι τον Αύγουστο του 1914 κηρύχτηκε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος ή γνωστός ως ευρωπαικός. Η οθωμανική κυβέρνηση τάχθηκε στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων. Με εντολή τους καλεί γενική επιστράτευση όλων των υπηκόων της, ανάμεσα τους παρουσιάζετε ο 18χρονος τότε Αναστάς Ιωαννίδης, στρατιωτικής κλάσης 1312. Μαζί με τον παιδικό του φίλο τον Λευτέρ του Κουπλάρ παρουσιάζονται στο Σουπέ ( ), όπου και γράφτηκαν στις καταστάσεις στρατευσίμων. Μέσα στο Σουπε γνώρισε την πρώτη προσβολή από τούρκο αξιωματούχο. Δεν άντεξε αντέδρασε, τυχερός όμως διότι εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένας Τούρκος ο οποίος ήταν φυγόδικος 9 φορές κατά σειρά σε κλήσεις στρατευσίμων. Τον ίδιο και τον φίλο του τους έστειλαν συνοδεία χωροφυλάκων στο Τζιμπίζ-χαν, όπου και έμειναν μέχρι αργά το βράδυ. Τα μεσάνυχτα ψάχνοντας να βρουν τρόπο να φύγουν βρήκαν μία τρύπα και έφυγαν, τους ακολούθησε και ένας Μπάφραλης ο Κύριλλος. Σε δύο μέρες έφτασαν στο Καπατούζ, στο δρόμο όμως ο φίλο του αρρώστησε και αναγκάστηκε να τον πάει στο σπίτι του. Από τους φευγάτους ήταν και ένας γείτονας του ο Στυλιανός Γεωργιάδης. Μαζί του και με ένα δίκανο στο χέρι βγήκαν στα βουνά. Τρείς μήνες γύριζαν από βουνό σε βουνό. Αυτό το διάστημα χωροφύλακες πήγαν στο χωριό και έβγαλαν ανακοίνωση να επιστρέψουν οι φευγάτοι να μην φοβούνται πως θα υπηρετήσουν αλλά θα πάνε στο Ερζερούμ να κάνουν τις δουλειές των στρατιωτών που άφησαν πίσω τους ως ζευγαράδες. Η κοινότητα παρέδωσε 96 ονόματα φυγόστρατων, τους οδήγησαν στην παραλία, όπου τους αλυσόδεσαν ανά δύο. Ο διοικητής χωροφυλακής ξέχασε την υπόσχεση του και με μία αναφορά του προ τους ανωτέρους του έγραψε πως όλοι τους πιάστηκαν στα βουνά μετά από πόλεμο και έτσι οδηγήθηκαν ξανά στο Σουπέ, όπου έμειναν 25 μέρες, χωρίς ύπνο. Μία μέρα την βδομάδα τους επέτρεπαν να κοιμηθούν, τις υπόλοιπες όλοι τους θα υποστούν βασανιστήρια κυρίως ξυλοδαρμό. Μία μέρα βρέθηκε μία λίμα στο θάλαμο τους. Την βρήκε ένας Τούρκος και την παρέδωσε στον αξιωματικό. Αυτός πήγε αμέσως στο θάλαμο των κρατουμένων και ζήτησε να μάθει ποιος τους έφερε την λίμα απέξω. Όλοι μαζί με ότι δύναμη του είχε μείνει από τον καθημερινό ξυλοδαρμό φώναζαν πως δεν ήξεραν τίποτα για την λίμα. Τότε κάλεσε την πρώτη εξάδα κρατουμένων να τους φέρουν στο δωμάτιο υπηρεσίας του αξιωματικού. Παρά τις παραινέσεις τους απειλούσε πως θα τους σκοτώσει όλους αν δεν του έδιναν ένα όνομα. Όλοι μαζί του απάντησαν: «κύριε λοχαγέ πιόνα να κάνουμε ιφτιρά (συκοφαντία), ποιανού στο αίμα να στρίψωμεν ψωμί με τα ψέματα». Ο λοχαγός θύμωσε πολύ και τότε πετάχτηκε ο Αναστάς και με παρρησία του λέει: «βλέπομεν ότι θα μας σκοτώσετε, αλλά δεν υπάρχει νόμος της κυβέρνησης που να λέει πως πάνω από 24 ώρες ούτε ζώο απαγορεύετε να μείνει και εμείς 20 μέρες είμαστε δεμένοι». Γύρισε προς τους συντρόφους του και τους κάλεσε να ξαπλώσουν μπροστά στον αξιωματικό και «αν είναι να τους σκοτώσει ας τους σκοτώσει». Ήταν η πρώτη αντίσταση έστω και με αυτή τη μορφή του Αναστάς απέναντι στην βία της οθωμανικής εξουσίας. Επέστρεψαν στο θάλαμο τους και σε 5 μέρες τους ανακοίνωσαν πως θα τους έστελναν στο Σιβάζ. Τους έβγαλαν στο προαύλιο της φυλακής και τους ανάγκασαν να γονατίσουν. Όσο ήταν γονατιστοί είδε με την άκρη του ματιού του την γυναίκα του να τον πλησιάζει κρατώντας στο χέρι της ένα πιάτο γιαούρτι, και σε μία πετσέτα πίτα τυλιγμένη. Τα άφησε μπροστά του και τραβήχτηκε πίσω. Κατάφερε με το αριστερό του χέρι τα τράβηξε κοντά του μια και το δεξί του ήταν δεμένο στο αριστερό του Κουρουγιωργινήν Αναστάς. Αυτό το φαγητό ήταν το τελευταίο που θα έβλεπε από τα χέρια της γυναίκας του, που λίγο πιο πέρα έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν πρόλαβε να βάλει το κουτάλι στο στόμα του και να γευτεί το γιαούρτι και την πίτα, όταν τον πλησίασε γρήγορα ένας χωροφύλακας βρίζοντας αυτό και την γυναίκα του. Ο Αναστάς δεν άντεξε, το αίμα του έβραζε από θυμό και με μία κίνηση πέταξε το πιάτο τα μούτρα του χωροφύλακα. Γέμισε το πρόσωπο του αίματα. Είδαν την φασαρία οι άλλοι χωροφύλακες τρέξανε κοντά τους και ήταν έτοιμοι να τον ξυλοφορτώσουν αλλά στάθηκε τυχερός διότι αντιλήφθηκε το γεγονός ένας αξιωματικός και τους ζήτησε να μάθει τι συνέβη. Μόλις έμαθε τα ακριβή γεγονότα, θύμωσε πολύ τον χτύπησε άσχημα και μετά διέταξε τους χωροφύλακες να τον πάνε στο νοσοκομείο. Δεύτερη μέρα του Πάσχα του 1915, δόθηκε διαταγή να ετοιμαστούν για νέα πορεία και πως θα τους οδηγούσαν στο Τζιμπίζ χαν. Πλάγιασαν δίχως φαγητό και νερό και την άλλη μέρα τους οδήγησαν στη Κάβζα (Havza). Όλους μαζί τους έβαλαν σε ένα δωμάτιο όπου με δυσκολία μπορούσαν να κουνηθούν, που λόγος να κοιμηθούν. Από την Κάβζα τους οδήγησαν στην Αμάσεια συνοδεία ιππέων χωροφυλάκων. Κάθε μέρα άλλαζαν τους χωροφύλακες. Πέρασαν τον ποταμό Θερς αχάν και το βράδυ έφτασαν στο Καρακολ και από εκεί στο Αλεβού τους οδήγησαν στο χάνι. Εκεί του παρέλαβε ένας ενωμοτάρχης Κούρτ(ασάρ Κιουρτιού). Είχε στα χέρια του ένα χοντρό ξύλο και τους υποχρέωνε να περάσουν ένας- ένας να περάσουμε από μπροστά του. Όλους τους χτυπούσε δυνατά ο Αναστάς δεν κατάλαβε πόνο διότι ήταν ήδη άρρωστος. Όπως ήταν ζαλισμένος από τον πόνο ξάπλωσε δίπλα σε μία κριθαρόκασα, ακούγοντας τον άγριο Κούρτ να βλαστημά συνεχώς και να απειλεί πως θα τους σκοτώσει αμέσως όλους αν τον επέτρεπαν οι ανώτεροι του. Γύρισε με ορμή και χτύπησε τον Αναστάς στο κεφάλι. Έπεσε κάτω σαν πεθαμένος, φοβήθηκε πολύ ο Κιούρτ, φώναξε τους χωροφύλακες να τον συνεφέρουν. Το πρωί αλλάχτηκαν 7 έφιπποι χωροφύλακες και πήραν το δρόμο για την Αμάσεια. Τους οδήγησαν στην φυλακή που βρίσκονταν στην άκρη του ποταμού όπου και συνάντησε ένα φίλο του τον Γιουβάν Τσαβούζ Χίντιζογλου, δεμένο με μία χοντρή αλυσίδα 18 οκάδων από το λαιμό και από τα πόδια. Τους πλησίασε τρικλίζοντας για να τους εμψυχώσει: «παιδιά μην στεναχωριέστε οι άνδρες πάνε φυλακή και δεν είναι σαν τους Τούρκους που παίρνουν τις γυναίκες και τι πάνε στα βουνά», ταυτόχρονα έβριζε παθιασμένα τους Τούρκους που δεν τον πλησίαζαν από φόβο. Όπως ήταν μαζεμένοι ήρθε ένας λοχίας τους ρώτησε αν κάποιος ήταν άρρωστος. Βγήκε μπροστά ο Αναστάς είπε πως ήταν άρρωστος. Ο λοχίας έφερε ένα σφυρί γα να σπάσει την αλυσίδα και ταυτόχρονα έβριζε και βλαστημούσε. Μόλις έφυγε φώναξε ένα Τούρκο του έδωσε 5 γρόσια για να του φέρει 1 οκά γιαούρτι και μία οκά ψωμί. Πράγματι σε λίγο επέστρεψε με ότι του ζήτησε και του επέστρεψε τα ρέστα. Παραξενεύτηκε ο Αναστάς για την καλοσύνη του, αλλά του τα έδωσε σαν μπαχτσίς. Ο Τούρκος πετούσε από τη χαρά του διότι το μεροκάματο στην Αμάσεια ήταν 2 ½ γρόσια και ο γκιαούρης του έδινε 4 γρόσια τόσα πολλά χρήματα για αυτόν. Στο νοσοκομείο μπήκε σε ένα θάλαμο όπου για καλή του τύχη τον επισκέφτηκε ένας γνωστός του γιατρός ο Νισάν εφέντης, γνωστός και οικογενειακός φίλος. Αφού εξέτασε τον Αναστάς τον μετέφερε σε άλλο νοσοκομείο, σε ένα αρμένικο σπίτι διώροφο. Όπως έμαθε αργότερα είχαν σκοτώσει τους ιδιοκτήτες, το σπίτι μετατράπηκε σε νοσοκομείο. Εκεί παρέμεινε 6 μέρες, μέχρι που τον εξέτασε και ένας ανώτερος στρατιωτικός γιατρός, που για καλή τύχη του Αναστάς ήταν φίλος του Νισάν εφέντη. Την έκτη μέρα ο γιατρό του έδωσε άδεια να πάει στους γονείς του, μάλλον επειδή ο μεγάλος αδελφός του ήταν στον πόλεμο στο Σιβάζ, όπως και λίγο αργότερα έστειλαν και τον μικρό αδελφό του. 24 Απριλίου 1915 ξεκινούσε η άδεια του Αναστάς για 45 μέρες. Φεύγοντας από τη φυλακή, με άμαξα ενός Έλληνα ταξιδέψαν για Σαμψούντα. Ο Αναστάς έμεινε στην Σαμψούντα για να δει τον γαμπρό του το Γιάνκο Αμπατζή, πλήρωσε μία χρυσή λίρα τον αγωγιάτη που ήταν Μπάφραλης και λέγονταν Κιουρτζή Χιλμιτζεγης. Μία βραδιά έμεινε στον γαμπρό του και την άλλη μέρα πήρε το δρόμο για το χωριό του. Μόλις πέρασε από το καφενείο του Κουρού παλίτ βλέπει από μακριά από την παραλία να έρχεται μία γυναίκα με το άλογο της. Όταν συναντήθηκαν οι δύο άμαξες είδε πως η γυναίκα αυτή ήταν η σύζυγος του. Κατέβηκε από την άμαξα και αφού αγκαλιαστήκαν ξεκίνησαν για το Ντερέκιοϊ. Όταν έφτασαν στο χωριό η θεία του η Κερεκεία Σαλμανκιζή με τα γιατροσόφια της τον έκανε καλά. Ένα μήνα έμεινε στο σπίτι κατάκοιτος. Μετά με τον φίλο και σύντροφο του Στυλιανό Γεωργιάδη ανταμώθηκαν κρυφά και αποφάσισαν να φύγουν στα βουνά. Γύριζαν μήνες μαζί με άλλους κλέφτες που αντάμωσαν πάνω στα βουνά. Ο Λευτέρ Σαβρόγλου και ο Αντώνης από την παρέα μου αποφάσισαν να φύγουν για την Τραπεζούντα, που βρίσκονταν στα χέρια των Ρώσων. Μετά από λίγες μέρες ο Βασίλ-Ουστά και ο Αντώνης πήρανε πολεμοφόδια από ένα Ρωσικό θωρηκτό και τα έκρυψαν σε ένα δάσος κοντά στο Κουμτζουάζ. Αφού τα έκρυψαν καλά πήγαν στο χωριό Κερτμέ, έμειναν μία βραδυά και την άλλη μέρα έζεψαν ζώα πήγαν στο δάσος για να πάρουν τα πολεμοφόδια. Όταν επέστρεφαν στο Κερτμέ τους αντιλήφθηκε ο τουρκικός στρατός και ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ τους. Τελικά κατάφεραν να σώσουν τα πολεμοφόδια, τα πήγαν στο χωριό Κατατούζ, όπου μαζεύτηκαν όλοι οι αντάρτες της περιοχής και τα μοιράστηκαν. Τρείς ώρες πολεμούσαν ο Βασίλ Ουστάς και ο Αντώνης τους Τούρκους. Δύο αξιωματικοί με πολλούς στρατιώτες κατάφεραν να τους περικυκλώσουν και ήταν έτοιμοι να τους σκοτώσουν όταν η γυναίκα του Βασίλ Ουστά που ήταν έξω από το σπίτι της, μόλις είδε πως θα χάσει τον άνδρα της, πήρε ένα όπλο και σκότωσε τους δύο αξιωματικούς. Μαζί με τον άνδρα της έφυγαν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους αντάρτες στα βουνά. Οι Τούρκοι επειδή δεν μπορούσαν να βρουν τους αντάρτες άρχισαν να μαζεύουν από τα χωριά Καρακόζ, Πιτλί Κελίκ, Γιαρίμτζα, Σεπετλί, Κουρου Κογκτζέ, Ζιρθίς Ουσαλί. Σιμιονλάρ, Καρεστζελέρ τους ανθρώπους, έκαψαν τα σπίτια τους και τους οδήγησαν στην εξορία.
Οι αντάρτικες δυνάμεις στην περιοχή ενισχύονταν πλέον από όλο και περισσότερους άνδρες που ήθελαν με αυτό τον τρόπο να αντισταθούν στις θηριωδίες των Τούρκων. Σχεδόν καθημερινά οι αντάρτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα περισσότερο για εκφοβισμό των ανδρών της χωροφυλακής.
Ένα από αυτά τα επεισόδια που τα περιγράφει με γλαφυρό τρόπο είναι αυτό της ληστείας μίας ταχυδρομικής άμαξας, που συνοδεύονταν από δύο χωροφύλακες. Χωρίς να πειράξουν τον αμαξά, σκότωσαν τους δύο χωροφύλακες πήραν τα όπλα του και τις δύο ταχυδρομικές σακούλες και έφυγαν για το Κουρουκογκτζέ. Όταν άνοιξαν τους σάκους δεν ήξεραν τι είχαν μπροστά τους. Δεν γνώριζαν πως αυτά τα χαρτιά ήταν τα καινούργια χρήματα που είχε βγάλει η τουρκική κυβέρνηση και τα πυροβολούσαν για να περάσει η ώρα του. Σκέφτηκαν να κατέβουν στο χωριό τους και έξω από κάθε πόρτα κολλούσαν και από ένα χαρτί. Ο πρόεδρος του χωριού, Αντώνογλου Σάββας έλειπε στην Σαμψούντα, όπου άκουσε πως αντάρτες πήραν τα χρήματα του ταχυδρομείου. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν αντάρτες από το χωριό, επέστρεψε αμέσως πίσω για να προλάβει το κακό από τους εξαγριωμένους Τούρκους χωροφύλακες. Πριν προλάβουν να μπουν οι χωροφύλακες στο χωριό έβαλε την γυναίκα του και μάζεψε όλα τα χαρτονομίσματα που ήταν κολλημένα στις πόρτες των σπιτιών. Όταν μπήκε στο χωριό με μία μεγάλη ομάδα χωροφυλάκων ο εκατόνταρχος Κόρογλου Νουρί πήγαν απευθείας στο σπίτι του προέδρου. Οι αντάρτες που λήστεψαν την ταχυδρομική άμαξα ήταν όλοι από το χωριό, ο Ντελί Αντών Κιβράχ, ο Λευτέρ Κουλπάρ, ο Λευτέρ αταλί Κιράνο, ο Πανίκας και ο αδελφός του Θόδωρης και ο Ελμαλικιολού Θωδόρ. Ο πρόεδρος δεν τους πρόδωσε, οι χωροφύλακες έμειναν για 4 μέρες στην περιοχή του χωριού ψάχνοντας τους αντάρτες έφυγαν όμως άπραγοι στο Βαρελτζιλέρ. Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα έγιναν μέσα στο 1916.
Στις 5 Ιανουαρίου 1917 ο τουρκικό στρατός περικύκλωσε τους αντάρτες στο Κελεμέρταγί. Την προηγούμενη βραδυά ο Σαγίρογλου Γεώργιος πήγε νύχτα σε χωριά τουρκικά και έφερε μαζί του 8 ζώα. Τότε ο Αναστάς Ιωαννίδης, ο Στυλιανός Γεωργιάδης και ο Στέφανος Σεμερτζίδης αποφάσισαν να πάνε στο Χατζή Γιουσούφ ντερεσί,όπου βρίσκονταν η ανταρτική ομάδα του Δημοσθένη Παπαδόπουλου με 15 άνδρες και γυναικόπαιδα και να τους πουν να έρθουν στις καλύβες τους να πάρουν ένα ζώο για να φάνε. Στο δρόμο συνάντησαν μία καταδιωκτική ομάδα στρατιωτών και άρχισε η μάχη. Σκοτώθηκαν 4 στρατιώτες και όπως οπισθοχωρούσαν οι στρατιώτες βρήκαν ευκαιρία και έφυγαν και οι αντάρτες. Από το Καγιά κουνελί μία διμοιρία στρατιωτών αντάμωσε την ομάδα των ανταρτών του Αναστάς Ιωαννίδη, Γεώργιου Σεμερτζίδη, Στυλιανου και Σάββα Γεωργιάδη, στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν όλοι οι στρατιώτες. Το βράδυ μαζεύτηκαν, πήραν την απόφαση να φύγουν από το βουνό, διότι δεν θα μπορούσαν να αντικρούσουν τόσους πολλούς στρατιώτες. Επίσης επειδή είχαν μαζί τους και γυναικόπαιδα δεν μπορούσαν να τους αφήσουν να σκοτωθούν άδικα. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν το βράδυ ανάμεσα στις φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες για να ζεσταθούν. Είχε πολύ κρύο και το χιόνι είχε φτάσει στους 5 πόντους. Σιγά-σιγά ένας-ένας, δύο-δύο κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα στον εχθρό. Στις 5 το πρωί κατάφεραν να φτάσουν στο Κεστανέ Σαϊβασί, όπου έμειναν δύο μέρες μέχρι να έρθει και ο αρχηγός τους Απανόζ Αντώνης. Ο κουνιάδος του δεν επέστρεψε μαζί του, όπως έμαθαν αργότερα έγινε προδότης και οδηγούσε τους Τούρκους κατά πόδι των ανταρτών διότι ήξερε τα λημέρια τους. Μέχρι τις 10 Ιανουαρίου άλλαζαν συνεχώς μέρη για να αποφεύγουν τους τούρκους στρατιώτες. Οι στρατιώτες φεύγοντας από το χωριό του Αναστάς το έκαψαν για να μην έχουν οι αντάρτες εφόδια με εντολή του ταγματάρχη που ηγούνταν της στρατιωτικής δύναμης. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες μετά 15 μέρες οι αντάρτες πήγαν στο χωριό Εγριπέλ και έμειναν εκεί μέχρι τις 27 Ιανουαρίου. Μετά από 2 μέρες πήγαμε έξω από τα χωριό σε μία πλαγιά είχε μία μεγάλη πέτρα όπου παλιά υπήρχε μία εκκλησία της Παναγίας. Το μέρος αυτό ονομάζονταν Χασάν γιαλέ. Δύο μέρες έμειναν μόνο διότι τους κυνήγησαν ξανά ο τουρκικός στρατός, αναγκάστηκαν να φύγουν προς το χωριό Ερικλί, όπου και έμειναν για το βράδυ. Το πρωί πήγαν στα καλύβια των ανταρτών του Ασλάν Νταμί στο βουνό Καπαφιντίχ.
Στο βουνό Καπά Φιντίχ κοντά στο χωριο Ασλάν νταμί ο τουρκικός στρατός περικυκλώνει τους αντάρτες. Δεν πρόλαβαν να ειδοποιηθούν, παρ’ όλα αυτά αντιστάθηκαν. Ο Αναστάς Ιωαννίδης τραυματίζετε άσχημα στο πρόσωπο, στο στήθος στα χέρια και στα πόδια. Κατάφερε και σύρθηκε μέχρι τους συντρόφους του που πολεμούσαν με πείσμα του επιτιθέμενους στρατιώτες. Ο Ιωάννης Μιχαηλίδης ή Τζερκέζ Γιάκνος του έδωσε ένα ρώσικο όπλο να πολεμήσει δίπλα τους. 12 αντάρτες αντιστέκονταν στις συνεχείς επιθέσεις 800 Τούρκων στρατιωτών. Η μάχη διήρκησε μέρες και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιος θα ήταν τελικά ο νικητής. Μία νύχτα τους πλησίασε ο παπάς του χωριού Ερεκλί που κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό των Τούρκων στρατιωτών. Την επόμενη μέρα άκουσαν την σάλπιγγα να παιανίζει και νόμιζαν πως θα τους επιτεθούν. Τελικά το πρωί οι Τούρκοι είχαν φύγει. Μάζεψαν τα όπλα από τους σκοτωμένους χωροφύλακες, 17 στο σύνολο, τα παγούρια τους, τα ρούχα τους και βγήκαν στο δρόμο για το χωριό Κελ ουσαγί, όπου έφτασαν ξημερώματα, το βρήκαν καμένο εκτός από το σπίτι του παπά που δεν κάηκε.
Στα βουνά της περιφέρειας τους παρέμειναν για 15 μέρες στην περιφέρεια τους, όταν κάποια στιγμή ήρθε στο λημέρι τους ένα γράμμα από τον Φερίκ Μπέη που ζητούσε συνάντηση στο χωριό Εγριπέλ. Την συνάντηση την προκάλεσε για να επιπλήξει τους αντάρτες που δεν φέρθηκαν με σεβασμό στου νεκρούς στρατιώτες. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις ο καθένας έφυγε για τα μέρη του. Ανεβαίνοντας στο λημέρι τους είδαν από μακριά να τους πλησιάζει ένα Τούρκος αξιωματικός ο Ασλάν μπέη, που τους τροφοδοτούσε με πολεμοφόδια έναντι αδρής αμοιβής. Αυτός όπως έμαθαν αργότερα ήταν Έλληνας Κουρτζής. Στην λογομαχία που είχαν με το αρχηγό μας τον Αμπανόζ όταν ο τελευταίος τον απείλησε να τον σκοτώσει επειδή ήταν Τούρκος αυτός κατέβασε τα παντελόνια του για να δείξει πως δεν είχε κάνει σουνέτ άρα ήτα χριστιανός. Ήταν μαζί με τον Φερίκ μπέη στην μάχη του Καπα φιντίχ. Όπως τους εξήγησε αυτός ήταν η αιτία να παιανίσει η σάλπιγγα οπισθοχώρηση. Πως έγινε αυτό; Έπεισε τον Φερίκ μπέη πως αυτόν που έβλεπε μέσα στη νύχτα καβάλα σε ένα άσπρο άλογο και πήγαινε μια εδώ και μία εκεί ήταν ο Άγιος Γεώργιος που προστάτευε τους Έλληνες αντάρτες. Δύο μέρες από την συνάντηση μας με το Ασλάν μπέη μάθαμε πως κατάφερε να φύγει από την Τουρκία.
Αυτά τα δύο περιστατικά που περιγράφει με γλαφυρότητα ο Αναστάς είναι ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατούσε στα χωριά του Πόντου.
Οι σύντροφοι του Αναστάς επειδή δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει του έκαναν ένα γιατάκι στον τσεσμέ του Σεμερτζιλέρ για να αναυπαθεί αυτός και η γυναίκα του. Ο στρατός συνέχιζε τις θηριωδίες του στα χωριά, οπότε αναγκάζετε να μείνει μόνο δύο μέρες, έφυγε για το χωριό Καγιά κουνεγί στο βουνό Κελεμέρ νταγί για μεγαλύτερη ασφάλεια. Από εκεί έφυγαν στο χωριό Κουρκέν πουναρί και στα λημέρια του Ζαβρόγλου Γιώργη. Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε στο χωριό Εγριπέλ όπου συνάντησε τους συντρόφους του αντάρτες. Την άλλη μέρα έφυγαν για το μέρος της Παναγιάς στο Χασάν καλέ. Κάθησαν πολλές μέρες μέχρι περίπου τις 17 Μαρτίου όταν και κατέβηκαν στα βουνά του χωριού Ταφλάνκιοι. Εκεί οι αντάρτες του χωριού Κιζίλκιοϊ συνέλαβαν έναν άνδρα που δεν τους έλεγε ποιος ήταν και απαιτούσε να τον πάνε σε ανώτερο τους. Όταν τον παρουσίασαν στον Αμπανόζ αγά φανέρωσε την ταυτότητα του. Ονομάζονταν Πέτρος Απεσλής από την Τραπεζούντα και ήρθε να καθίσει κάποιες μέρες κοντά στους αντάρτες. Τελικά έμεινε ένα μήνα κοντά τους και πάντα συζητούσαν κρυφά οι δύο τους. Μια μέρα λέει στους συγκεντρωμένους αντάρτες πως έρχεται ένα ρωσικό θωρηκτό για να παραλάβει όσους ήθελαν να φύγουν στην Ρωσία. Αμέσως πήρε τον λόγο ο Αμπανόζ αγά και απευθυνόμενος στα παλληκάρια τους είπε πως καλό είναι να φύγει μαζί με την γυναίκα του που ήταν άρρωστη και τον κουμπάρο του τον Αναστάς που ήταν πληγωμένος. Τους υποσχέθηκε πως θα γυρίσει με πολεμοφόδια και πως μία μεγάλη δύναμη, η Ρωσία θα έρθει να απελευθερώσει την Σαμψούντα. Πόθοι και καημοί εκατοντάδων χρόνων για τους ταλαίπωρους ραγιάδες.
Στις 10 Απριλίου κατέβηκαν από το βουνό πέρασαν από το χωριό Κιζίλκιοι, μετά από το Βαγί κελίκ μέχρι που αντίκρισαν την θάλασσα, όπου είδαν ένα θωρηκτό να βομβαρδίζει τα παράλια. Με συνθηματικά που τους έδειξε ο Πέτρος Απεσλής το θωρηκτό σταμάτησε για να τους παραλάβει με μία βάρκα. Όταν ανέβηκαν στο πλοίο και αφού του καλωσόρισαν εγκάρδια οι Ρώσοι αξιωματικοί και ναύτες το θωρηκτό συνέχισε την πορεία του προς την Σαμψούντα. Όταν έφτασε στο λιμάνι της άρχισε με τα πυροβόλα του να βομβαρδίζει την πόλη. Μετά από τρείς ώρες έφτασαν στην Τραπεζούντα όπου και αποβιβάστηκαν, διότι η πόλη ήταν υπό ρωσική διοίκηση. Προσπάθησαν να βρουν ένα γιατρό για να εγχειρήσει τον Αναστάς αλλά κανείς δεν αναλάμβανε. Η γυναίκα του Αμπανόζ αγά αντίθετα σε 5 μέρες έγινε καλά.
Οι εξελίξεις στη Ρωσία, επανάσταση εναντίον του Τσάρου, δεν ήταν ευνοϊκές για την κατοχή του Πόντου από τις ρωσικές δυνάμεις. Ο ρωσικός στρατός θα έπρεπε να υποχωρήσει. Στις 5 Μαίου 1917 έφυγαν με τα πλοία για το Νοβοροσίνσκι της Ρωσίας. Στην Κριμαία ξεκίνησε μία νέα περιπέτεια μέχρι να βρει γνωστούς φίλους και συγγενείς και έναν γιατρό για να τον θεραπεύσει. Στο σταθμό του Κρίμσκι(Κριμαία) είχε ένα καφενείο, ιδιοκτήτης του ήταν Σαμψουνταίος. Όταν τον είδε με την πολεμική φορεσιά τον Αναστάς προσπάθησε να τον βοηθήσει. Συνάντησε πολλούς Πόντιους από την πατρίδα, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει γιατρό. Τελικά μετά από περιπέτειες και επισκέψεις σε διάφορους γιατρούς που δεν αναλάμβαναν να τον εγχειρήσουν βρήκε στο Κατερίνογκραντ γιατρειά με την βοήθεια ενός Πόντιου Σαμψουνταίου του Καραβάζ. Αυτός έκανε έρανο μεταξύ των Ελλήνων, μάζεψε ένα σεβαστό ποσό και τον πήγε σε γιατρό πάλι Σαμψουνταίο για να τον εγχειρήσει. Η ανάρρωση του έγινε στο Χοστοχάι, παρόλο που είχε συγγενείς στο Σοχούμ, αδέλφια του πατέρα του. Σκέφτηκε πως ήταν πολύ μακριά για να ταξιδέψει μέχρι εκεί. Προτίμησε να μείνει στο Χοστοχάι να αναρρώσει και να βρει τρόπο να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Στις 1 Ιουλίου κατέβηκε στο Νοβοροσίσκι πήγε στην κοινότητα και ετοίμασε τα χαρτιά του για να επιστρέψει στην Σαμψούντα. Όταν τα ετοίμασε νοίκιασε μαζί με άλλους 45 πατριώτες ένα μοτόρ και σε δύο μέρες στις 14 Ιουλίου έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας. Ο Ρεΐσης του Λιμανιού απαγόρεψε στο μοτόρ να πιάσει λιμάνι, διότι είχαν εντολή να μην αφήνουν να αποβιβάζονται από λιμάνια της Ρωσίας λόγω ασθένειας που υπήρχε, πιθανόν πανώλης. Ανάγκασαν τον καπετάνιο με την απειλή όπλων να τους αποβιβάσει στην παραλία κοντά στο Ντερεκιοϊ. Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανά τους. Στο δρόμο τους συνάντησαν χωροφύλακες που νόμιζαν πως ήταν Λαζοί αντάρτες και τους πυροβόλησαν. Για καλή τους τύχη εκεί κοντά ήταν η ομάδα του Λευτέρ Κουλπαρ που τους έσωσε. Στις 15 Ιουλίου κατάφερε επιτέλους να επιστρέψει στο χωριό του και να σταθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και να αγκαλιάσει την γριά μητέρα του.
Ο Αναστάς με τον Αμπανόζ και τον Στυλιανό Γεωργιάδη και άλλους έκαναν μία παρέα αντάρτικη. Ο Αναστάς ήθελε όμως να γνωρίσει τον Αναστάς αγά, ήταν ο επικεφαλής της περιοχής, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Αμπανόζ. Μετά από συζήτηση σε πολύ καλο κλίμα, ο Αναστάς Ιωαννίδης αποφάσισε να παραμείνει στην ομάδα με τον Αντύπα, τον Αμπανόζ και τον Λευτέρ ουστά. Αυτή η αντάρτικη ομάδα την πρώτη επίθεση της την πραγματοποίησε εναντίον του αστυνομικού τμήματος στο χωριό Κουρού πελίτ στις 10 Αυγούστου 1918. Την άλλη μέρα ο Λευτέρ ουστά ο Αντύπας και ο Αμπανόζ στέλνουν τον Αναστάς που πήρε μαζί του και τον Στυλιανό Γεωργιάδη στην μητρόπολη για να ζητήσουν λίρες για να αγοράσουν πολεμοφόδια. Ο μητροπολίτης τους δέχτηκε συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και αποφάσισαν πως μπορούν να δώσουν μόνο χίλιες λίρες. Πήραν τις λίρες και επέστρεψαν στο Τεπετζίκ. Αργά το βράδυ ήρθε στο χωριό ο Γιουβάν τσιαούς Χίντζογλου και μας έφερε τον Ιπποκράτ γιό του γιατρού Δανιήλ, τον είχε φυγαδέψει από την φυλακή της Μπάφρας και έπρεπε κάπου να κρυφτεί. Ο Ιπποκράτ έμεινε κοντά τους ένα μήνα. Αυτό το διάστημα του εξασφάλισε πολεμοφόδια και μετά έφυγε στο χωριό του.
Στις 1 Νοεμβρίου 1918 σκοτώθηκε ο Λευτέρ ουστάς-Κουλπάρ. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως σκοτώθηκε από ανθρώπους του Αναστάς αγά.
Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μικρών αντάρτικων ομάδων, σκοτώθηκε ο Αναστάς αγά και πολλοί αντάρτες άδικα. Τελικά σε όλη την παραλιακή ζώνη αρχηγός όλων των ανταρτών έγινε ο Αμπανόζ Γιώργης. Αντίθετα στην ενδοχώρα σε κάθε χωριό υπήρχε και ένα αρχηγός. Η μεγαλύτερη ανταρτική ομάδα ήταν αυτή με αρχηγούς τουςς Μπαλγιράν Ηλία και Στυλιανού Γεωργιάδη. Πολεμούσαν τους Τούρκους και την πρώτη μάχη την έδωσαν στην παραλία με το στρατό που περνούσε προερχόμενοι από την Μπάφρα. Σκότωσαν 30 στρατιώτες, πήραν τα όπλα τους και αποσύρθηκαν στα βουνά. Από τους αντάρτες 8 πληγώθηκαν.
Όταν καθάρισε η κατάσταση μεταξύ των ανταρτικών ομάδων οι επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στρατού και σε κτίρια της χωροφυλακής μέσα στα χωριά ήταν καθημερινές. Στις ελεύθερες ώρες τους στα γλέντια τους εκτός από τα κλασικά τραγούδια είχαν συνθέσει και αντάρτικα τραγούδια «του πολέμου» όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο Αναστάς Ιωαννίδης. Χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών ήταν, όπως διαπίστωσα από την αφήγηση του, πως τραγουδιόνταν στην τουρκική γλώσσα.
Μετά από λίγους μήνες έφτασαν στην Σαμψούντα οι Άγγλοι με πολύ στρατό για να προστατεύσουν τις μειονότητες όπως έλεγαν. Τους είχε ήδη ειδοποιήσει και η μητρόπολη Αμάσεια για αυτό το γεγονός. Ορισμένοι αντάρτες άρχισαν να σκέφτονται πως καλό θα ήταν να κάνουν κάποιες οικονομίες από τα χρήματα που κέρδιζαν από τον πόλεμο και να περάσουν στη Ρωσία. Οι Άγγλοι μέσα στην Σαμψούντα είχαν αφήσει την τουρκική χωροφυλακή ανέπαφη για την επιτήρηση της τάξης. Σε μία από τις αψιμαχίες μεταξύ ανταρτών και χωροφυλακής σκοτώθηκε και ο Αναστάς αγά. Μάλλον από προδοσία έγινε όλο το θανατικό. Ο αλληλοσπαραγμός των ανταρτικών ομάδων συνεχίστηκε.
Οι Άγγλοι λίγο πριν έρθει ο Κεμάλ στη Σαμψούντα έφυγαν και άφησαν το πεδίο ελεύθερο για τον ίδιο και τις ομάδες του. Οργάνωσε καλά τον στρατό του και ξεκίνησε ένα νέος πόλεμος με τις ελληνοχριστιανικές αντάρτικες ομάδες. Ο Τεμίρ Αλή μπέη έφτασε στην Σαμψούντα με 2.000 στρατιώτες. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό και ζητούσε από τους κατοίκους να πάψουν να βοηθάνε τους αντάρτες και οι τελευταίοι να παραδοθούν αμέσως. Μέσω των παπάδων έστελνε μηνύματα στους αντάρτες και ειδικά στον Αμπανόζ Γιώργη να παραδοθεί. Έτσι ξεκίνησε ένας δεύτερος γύρος πολέμου, σκληρός και πολύ φονικός όχι μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούσαν. Τα θύματα ήταν και μεταξύ των αμάχων τόσα πολλά που δεν φτάνουν λίγες σελίδες για να την αποτυπώσουν.
Στον δύσβατο ορεινό όγκο μεταξύ της Μπάφρας και της Σαμψούντας διεξήχθησαν μερικές από τις πιο φονικές μάχες μεταξύ ανταρτών και τουρκικού στρατού. Τα γεγονότα στην περίοδο 1919-22 είναι πολλά και τα παρουσιάζει με λεπτομέρειες ο Αναστάς. Μέσα από τις σελίδες του προσωπικού του αρχείου ξεδιπλώνετε μπροστά στα μάτια μας ο ηρωισμός ανθρώπων αγράμματων μεν αλλά με ψυχή και θέληση να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.
Η σφαγή της Μπάφρας στις 1/6/1921 ήταν καθοριστική για την στάση που θα ακολουθούσαν. Σε μία σύσκεψη όλων των αντάρτικων δυνάμεων αποφάσισαν να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα που προσπαθούσαν αλαφιασμένα να φτάσουν στην Σαμψούντα και να φύγουν με τα πλοία στην Ελλάδα. Ο τουρκικός στρατός παρεμπόδιζε την είσοδο τους στην πόλη με αποτέλεσμα να γυρίζουν στα βουνά, χωρίς τρόφιμα και νερό τρώγοντας άγρια χόρτα και πίνοντας νερό από λασπόνερα. Περίπου 4 μήνες τριγύριζαν στα βουνά ώσπου κατάφεραν μετά από συμφωνία με τούρκους αξιωματούχους να επιτρέψουν στα γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα από τη Σαμψούντα. Όλο το 1921 όπως μας περιγράφει αναλυτικά γίνονται από τους Τούρκους πορείες εξορίας. Από την Σαμψούντα 475 άτομα δεν επέστρεψαν ποτέ μετά από πορεία εξορίας. Το ίδιο συνέβη όταν τον μητροπολίτη Ζήλων Ευθύμιο και 13 παπάδες σε πορεία εξορίας μέσω της Αμάσειας.
Οι αντάρτες που έμειναν πίσω ήταν περίπου 225, έκαναν συμφωνία με κάποιο Αλή Ρεΐς να τους μεταφέρει με το μοτόρ του(πλοίο) στην Στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις κατάφεραν να περάσουν στις 17/12/1922, πληρώνοντας παγκανότια.
Στη Σοβιετική Ένωση έμειναν μέχρι τις 2/1/1923, μέρα που κατάφερε να εκδώσει ελληνικό διαβατήριο στο Σοχούμ. Όλο αυτό το διάστημα για να επιβιώσει δουλεύει στα καπνά και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να εξοικονομήσει χρήματα για την έκδοση του διαβατηρίου, το οποίο εκδόθηκε από το περσικό προξενείο.
Η παραμονή τους στην Στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν πολύ καλή όπως μας την περιγράφει. Καθημερινά έπρεπε να δίνουν το παρόν στην αστυνομία. Όλοι οι αντάρτες θεωρούνταν ύποπτοι και ανακρίνονταν για τις προθέσεις τους. Οι επίσημες αρχές δεν πίστευαν πως ήθελαν να φύγουν στην Ελλάδα, αλλά πως ήρθαν στη Ρωσία για σαμποτάζ. Παρά τις δύσκολες αυτές συνθήκες κατάφερναν να συναντιούνται μυστικά και να καταστρώνουν το σχέδιο αναχώρησης τους για την πατρίδα. Τελικά κατάφεραν να συνεννοηθούν με ένα καπετάνιο που είχε έρθει να φορτώσει σιτηρά από το Νοβοροσίνσκι για τον Πειραιά. Στις 26 Δεκεμβρίου με απόλυτη μυστικότητα επιβιβάστηκαν στο καράβι και αναχώρησαν για την πατρίδα. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 60.000 μπουτ σιτάρ και ανάμεσα στα αμπάρια κρυμμένοι ο Αναστάς και οι φίλοι του. Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το καράβι έμεινε 2 μέρες και μετά αναχώρησε για τον Πειραιά. Όταν αποβιβάστηκαν τους οδήγησαν σε ένα στρατώνα από όπου τους ειδοποίησαν πως θα τους μετέφεραν στην Κρήτη. Όλοι μαζί αντέδρασαν διότι οι περισσότεροι είχαν συγγενείς στη Δράμα και στην Καβάλα. Ο Αναστάς δεν ξεκαθαρίζει αν στο καράβι ήταν τελικά και οι 650 αντάρτες που είχαν μυστικά αποφασίσει να φύγουν παράνομα στην Ελλάδα. Από το γεγονός όμως πως τους είχαν σε στρατώνα σημαίνει πως τελικά κατάφεραν να επιβιβαστούν όλοι όσοι είχαν συμφωνήσει να φύγουν με κάθε τρόπο από την Σοβιετική Ένωση.
Προσπάθησα να περιγράψω συνοπτικά την πορεία ενός ανθρώπου από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την εγκατάσταση του στη Δράμα, όπου βρίσκονταν η οικογένεια του. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησα λεπτομέρειες από το βιβλίο του. Στις περισσότερες ακολούθησα την χρονολογική σειρά των γεγονότων όπως την παραθέτει ο ίδιος δίχως να αναφερθώ σε λεπτομέρειες από τις συγκρούσεις, τις σφαγές, τις πορείες εξορίας, γεγονότα που είναι συγκλονιστικά και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της λεπτομερής αφήγησης του.
Μεζεδάκια Ντεγκρές
Πριν από 9 ώρες