«Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς», κείμενο της Μαριάννας Κορομηλά
Από EMTHRACE | Δημοσίευση: 2 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Στις 22 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στο Ε.Μ.Θ. ομιλία της κ. Μαρίαννας Κορομηλά με θέμα: “Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς”. Επιθυμία της κ. Κορομηλά ήταν να αναρτηθούν τόσο το κείμενο της ομιλίας της όσο και το πεντασέλιδο χρονολόγιο που μοιράστηκε στους ακροατές με την ευκαιρία της νεας συζήτησης που θα επακολουθήσει. Όπως λέει και η ιδια “επειδή το θέμα είναι άμεσου ενδιαφέροντος –εξάλλου, στην Ελλάδα, η Ιστορία είναι ιδρυτική παράμετρος της εθνικής ταυτότητας–, κι επειδή θα αδικούσαμε τόσο το κοινό όσο και το θέμα, αν ακολουθούσαν ερωτήσεις και συζήτηση στις 9.30 το βράδυ, ορίσαμε μία ακόμα συνάντηση για το απόγευμα της ΤΕΤΑΡΤΗΣ 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥστις 7.00 μ.μ. στο ΕΜΘ. Εκεί θα έχουμε ένα δίωρο στην διάθεσή μας για να συζητήσουμε το περιεχόμενο της Διάλεξης, με όσους την παρακολούθησαν αλλά και όσους διάβασαν το κείμενο. Ελπίζουμε στον γόνιμο διάλογο”.
Διάλεξη της Μαριάννας Κορομηλά στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης – Αγγελική Γιαννακίδου, στις 22/10/2011, με θέμα:
«Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς»
Τον Οκτώβριο του 1912, τρεις ημέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη, ο βυζαντινολόγος Αδαμάντιος Αδαμαντίου (ένας από τους πρωτοπόρους των Βυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα) ζητούσε από την Κυβέρνηση Βενιζέλου την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στην αλλοτινή μεγαλούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ογδόντα δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1994, με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ο Έλληνας πρωθυπουργός εγκαινίαζε την πρώτη αίθουσα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στην συμπρωτεύουσα. Οι υπόλοιποι χώροι παραδόθηκαν σταδιακά ως το 1997.
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ήταν μόλις το δεύτερο βυζαντινό μουσείο της Ελλάδας. Μέχρι το 1994 (και ζητώ συγγνώμη για την παράθεση χρονολογιών και αριθμών, αλλά πιστεύω ότι είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία που δείχνουν ανάγλυφη την εικόνα), μέχρι το 1994 λοιπόν, στην Ελλάδα υπήρχαν 78 αρχαιολογικά μουσεία του ΥΠΠΟΛ και ένα βυζαντινό. Το ποσοστό είναι: 1,29% για το Βυζάντιο – έναντι 98,31% για την Αρχαιότητα και την Προϊστορία.
Θεωρώ ότι αυτό το μέγεθος αποκαλύπτει την πραγματική σχέση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας με το βυζαντινό παρελθόν – έστω κι αν, μετά το 1994, αυξήθηκαν τα βυζαντινά μουσεία, οι εκδόσεις με βυζαντινά θέματα και το ενδιαφέρον μας για αυτό το άγνωστο και τόσο οικτρά παρεξηγημένο Βυζάντιο. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα σχολικά βιβλία για να πιστοποιήσει την παχυλή αμάθεια, την εθνική απέχθεια, τις πολλαπλές διαστρεβλώσεις και, στην καλύτερη περίπτωση, την αμηχανία, που διακατέχει ακόμα την επίσημη παιδεία για την σχέση της Ελλάδας με το βυζαντινό παρελθόν της.
Πριν βουτήξουμε στα ιδεολογικά βάθη του οθωνικού Βασιλείου για να ανιχνεύσουμε τη ρίζα του αντιβυζαντινού συνδρόμου, θέλω να επισημάνω ότι αυτό το μοναδικό Βυζαντινό Μουσείο (που ιδρύθηκε στην Αθήνα –και όχι στη Θεσσαλονίκη– το 1930) ονομάστηκε «Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον». Σαν να ήθελαν, προβάλλοντας τον χριστιανικό χαρακτήρα του, να δικαιολογήσουν την ύπαρξή του. Αλλά δεν ήταν ούτε καν αυτό.
Η ονομασία του Μουσείου εξέφραζε απόλυτα την κυρίαρχη αντίληψη όσων ένιωθαν σεβασμό για το Βυζάντιο. Το νέο Μουσείο έπρεπε να έχει ως κύριο άξονα τον Χριστιανισμό (να είναι, δηλαδή, ένα μουσείο προβολής της εκκλησιαστικής τέχνης και ιστορίας). Εξάλλου, ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου (ο Γεώργιος Σωτηρίου) δεν ήταν βυζαντινολόγος ούτε καν ιστορικός ή αρχαιολόγος, αλλά θεολόγος. Αφού, λοιπόν, η Ελλάδα χρειάστηκε έναν αιώνα για να αποκτήσει ένα Βυζαντινό Μουσείο, το παρέδωσε στα χέρια ενός πολύ μορφωμένου ανθρώπου, ο οποίος έκανε και σημαντικές ανασκαφές, προερχόταν όμως από έναν κλάδο άσχετο με την ιστορική επιστήμη.
Η σύγχυση ανάμεσα στη θεολογία και την βυζαντινολογία – ή, για να το πω πιο ωμά: η οικειοποίηση της βυζαντινής παράδοσης από τους θεολογικούς κι εκκλησιαστικούς κύκλους– μάς απομάκρυνε ακόμα πιο πολύ από αυτό καθεαυτό το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα την δημιουργία νέων διαστρεβλώσεων, την κατασκευή νέων ιδεολογημάτων και την βαθύτερη διάσπαση της ελληνικής κοινωνίας σε οπισθοδρομικούς «φίλους» και προοδευτικούς «εχθρούς» του Βυζαντίου. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να καθιερώσουν την δική τους εικόνα, την δική τους αλήθεια για το Βυζάντιο. Μέσα σε αυτές τις δύο καθιερωμένες πλέον «αλήθειες», με αρκετές επεξεργασίες που προστέθηκαν έκτοτε, κινούνται και οι δικές μας απόψεις για όλο αυτό το θέμα.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα, υπάρχουν άλλα δύο τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Αφενός η μικρή ομάδα των επιστημόνων –που, δυστυχώς, για πολλούς λόγους, δεν έχει καταφέρει να συνδεθεί με την κοινωνία (τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα). Αφετέρου, η μεγάλη και ακαθόριστη ομάδα των άσχετων. Αυτών που γενικά δεν ενδιαφέρονται, δεν διαβάζουν δεν ασχολούνται, δεν σκέπτονται. Είναι η μεγάλη μάζα των «βαθειά νυχτωμένων». Πολλοί όμως από αυτούς, επιτρέπουν στον εαυτό τους να εκφράζεται με την άνεση και την αυθάδεια του αμαθούς ή (ακόμα χειρότερα) του ημιμαθούς.
Για να διασκεδάσουμε, θα σας διαβάσω δύο αποσπάσματα από ένα άρθρο δημοσιευμένο σε περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Το υπογράφουν δύο κυρίες (η Τζίνα Πιτσούλη και η Λιάνα Αλεξανδρή) στο περιοδικό Ένα (που δεν κυκλοφορεί πια). Το διάλεξα από την πλουσιότατη συλλογή μου επειδή η ημερομηνία έκδοσης είναι 23 Οκτωβρίου του 1986. Σαν αύριο, δηλαδή, πριν από ακριβώς 25 χρόνια. Ακόμα δεν είχε αρχίσει η μόδα του σπα, της σάουνας, του χαμάμ και των λοιπών σχετικών. Οι δύο κυρίες γράφουν ένα πολυσέλιδο άρθρο με τίτλο «Χαμάμ» και υπότιτλο «Ατμοί και αρώματα από την Ανατολή». Δίπλα, ο υπέρτιτλος εξηγεί: «Οι Ρωμαίοι το παρέδωσαν στους Άραβες με το όνομα ‘θέρμαι’. Εκείνοι το μετονόμασαν ‘χαμάμ’ και το διατήρησαν μέσα στο χρόνο. Τώρα, η Δύση το ανακαλύπτει ξανά ως ‘ατμόλουτρο’». Στο άρθρο μας λένε ότι: «Τα χαμάμ στη Θεσσαλονίκη ήταν μια παλιά συνήθεια για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης κι αργότερα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τους Έλληνες πρόσφυγες. Οι Μακεδόνες όμως δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτή τη συνήθεια» !!!!! Δεν θα σας διαβάσω άλλους μαργαρίτες. Για τις κυρίες τα χαμάμ της Θεσσαλονίκης ήτανε «μουσουλμανικά» κι όχι οθωμανικά. Αλλά το παρακάτω απόσπασμα δίνει την πλήρη σύγχυση των κυριών, που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Ακούστε: «Αλλά και στο Βυζάντιο είχαμε χαμάμ στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει μνεία για τα βυζαντινά λουτρά στην Άνω Πόλη» («μνεία» προφανώς εννοούν ότι βρέθηκε ένα βυζαντινό λουτρό –αυτό, βέβαια, δεν λέγεται μνεία). Αλλά η συνέχεια είναι πολύ χειρότερη: «Υπάρχει μνεία (λοιπόν) για τα βυζαντινά λουτρά στην Άνω Πόλη, ακριβή αντίγραφα των τουρκικών χαμάμ – ενώ είναι βέβαιο ότι λουτρά με ατμούς χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Έλληνες». Όλα τακτοποιημένα σε ένα πλήρες ιστορικό χάος. Τα βυζαντινά λουτρά είναι ακριβή αντίγραφα των τουρκικών χαμάμ, μας διαβεβαιώνουν οι δύο δημοσιογράφοι σε αυτό το μνημείο της ενημέρωσης. Αυτές οι κυρίες ανήκουν στην πολυπληθή ομάδα των άσχετων, που κατάπιαν τα σχολικά διδάγματα σαν ρετσινόλαδο –και τα αναμασούν, τα ανακυκλώνουν, τα διανθίζουν, τα διαδίδουν, για να τα μηρυκάσουν και οι νεότερες γενιές.
Εφόσον η επίσημη άποψη της πολιτείας μέχρι το 1994 εκφραζόταν με το ένα και μοναδικό Βυζαντινό Μουσείο, θα ήθελα να επιστρέψουμε για λίγο εκεί. Γιατί ακόμα κι αυτό το μοναδικό μουσείο οφείλει την ίδρυσή του σε δύο συγκυριακούς παράγοντες, οι οποίοι λειτούργησαν πιεστικά για να επιβληθούν στην πολιτική βούληση του κράτους.
Ο πρώτος παράγοντας είναι η πρωτοβουλία επτά Αθηναίων, που ίδρυσαν την Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία το 1884, θέλοντας να προφυλάξουν τα χριστιανικά μνημεία της Αθήνας από την καταστροφική μανία των αρχών και των ιδιωτών. Επισημαίνω κι εδώ ότι οι ιδρυτές της Εταιρείας την ονόμασαν Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) και όχι Βυζαντινή Αρχαιολογική ή Μεσαιωνική Αρχαιολογική Εταιρεία.
Να σας πω ότι μέχρι την ίδρυση της ΧΑΕ, είχαν κατεδαφιστεί 92 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στην Αθήνα. Η εξαφάνιση του μεσαιωνικού παρελθόντος της πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου ήταν συστηματική και διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Περιελάμβανε (εκτός από την κατεδάφιση των 92 εκκλησιών): την κατεδάφιση όλων των ενοχλητικών κτισμάτων πάνω στην Ακρόπολη: το τζαμί μέσα στον Παρθενώνα και όλα τα τουρκικά κτίσματα στην κορυφή του βράχου, αλλά και του περίφημου «κουλά» ή «γουλά», όπως ονόμαζαν τον φράγκικο πύργο δίπλα στα Προπύλαια, καθώς και διάφορες «ταπεινές» βυζαντινές κατασκευές. Κατεδαφίστηκαν και δεκάδες αθηναϊκά αρχοντόσπιτα, μεταξύ των οποίων το σπιτικό του Χαλκοκονδύλη. (Θυμάμαι τώρα το ξύλινο κονάκι στην Αλεξανδρούπολη, που κατεδαφίστηκε επί Χούντας, αν δεν κάνω λάθος.)
Η απογύμνωση της Αθήνας, για να υπηρετήσει την εικόνα της αμόλυντης αρχαιότητας, περιελάμβανε επίσης εκατοντάδες αποξέσεις. Οι αποξέσεις αυτές ήταν δύο ειδών: αφενός ο «καθαρισμός» των τοιχογραφιών από τους τοίχους των λιγοστών εκκλησιών που δεν είχαν κατεδαφιστεί. Η γνωστότερη από αυτές είναι η Παναγία η Γοργοεπήκοος, ένα από τα πιο αγαπημένα εκκλησάκια των Αθηναίων, που βρίσκεται δίπλα στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών.
Η νέα μητρόπολη (επαρχιακού νεογοτθικού ρυθμού) πήρε την θέση του παλαιού μητροπολιτικού μεγάρου. Κατεδαφίστηκαν τα πάντα, ως εκ θαύματος διασώθηκε η Γοργοεπήκοος που ήταν το μητροπολιτικό παρεκκλήσι μέσα στον παλαιό περίβολο, και το 1842, άρχισε η οικοδόμηση. Πριν εγκαινιαστεί η μητρόπολη, το 1862, έξυσαν όλες τις βυζαντινές τοιχογραφίες της Γοργοεπικόου και μετονόμασαν το θαυμάσιο αυτό εκκλησάκι σε Άγιο Ελευθέριο.
Ο καθαρισμός, λοιπόν, των ελάχιστων πλέον βυζαντινών εκκλησιών από τις τοιχογραφίες τους ήταν το ένα είδος της απόξεσης. Η Αθήνα είχε «πλέον απαλλαγεί εκ της βαρβαρότητος» όπως διατυμπάνιζαν οι αρχαιολάτρες.
Ενώ στην Κωνσταντινούπολη, την ίδια εποχή, ο πεφωτισμένος σουλτάνος Αμπντούλμεντσίντ ανέθετε στον ταλαντούχο Ελβετό αρχιτέκτονα Γκασπάρ Φοσσάτι το έργο της συντήρησης και ανακαίνισης της Αγίας Σοφίας, η οποία λειτουργούσε ως τζαμί από το 1453. Ο Γκασπάρ κάλεσε στην Πόλη τον αδελφό του Τζουσέπε και οι εργασίες άρχισαν το 1847.
Οι αδελφοί Φοσσάτι αποκάλυψαν διάφορα ψηφιδωτά κάτω από τους ξεφτισμένους σοβάδες και κάλεσαν τον εκσυγχρονιστή σουλτάνο να τα δει. Ο Αμπντούλμεντσίντ έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά τους. Οι πρώτες σκέψεις ήταν να μείνουν τα ψηφιδωτά σε κοινή θέα. Αλλά, καθώς η ισλαμική θρησκεία είναι ανεικονική και η Αγία Σοφία ήταν το κεντρικότερο και πιο σημαντικό τζαμί της πρωτεύουσας, ο σουλτάνος δεν τόλμησε να προκαλέσει τη μήνη του ιερατείου. «Κρύψτε τα» είπε. «Η θρησκεία μας τα απαγορεύει. Αλλά μην τα καταστρέψετε. Καλύψτε τα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προφυλαχτούν. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον».
Μέχρι και την τελευταία στιγμή, ο σουλτάνος προσπάθησε να αφήσει ακάλυπτα τουλάχιστον τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στον νάρθηκα και πάνω από την ΝΔ είσοδο (την ένθρονη Παναγία που δέχεται από τον Μ Κωνσταντίνο το πρόπλασμα της ΚΠόλεως και από τον Ιουστινιανό το πρόπλασμα της Αγίας Σοφίας, έργο που χρονολογείται πιθανώς γύρω στο 1000). Πίστευε ότι επειδή αυτές οι παραστάσεις βρίσκονταν έξω από τον χώρο προσευχής, δεν θα ενοχλούσαν. Αλλά το ιερατείο δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο κι έτσι σκεπάστηκαν κι αυτά. Έμειναν μόνον τα ανεικονικά ψηφιδωτά, αυτές οι θαυμάσιες διακοσμήσεις σε χρυσό φόντο, που καλύπτουν τις καμαρωτές οροφές και τους θόλους. Οι φθορές που είχαν υποστεί ήταν εκτεταμένες. Οι επιδιορθώσεις δεν έγιναν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά αυτό είναι ένα δευτερεύον θέμα.
Το πρωτεύον είναι ότι το 1847 ο σουλτάνος έδωσε εντολή στους αρχιτέκτονες να διασώσουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά –καλύπτοντάς τα–, μολονότι για τον σουλτάνο ήταν απαγορευμένα και για τους αδελφούς Φοσσάτι αυτά τα έργα ήταν η εικονολατρική (ή και ειδωλολατρική) έκφραση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του μεσαιωνικού αυταρχισμού.
Δυστυχώς, στην Αθήνα επικρατούσε άλλο κλίμα. Η εισαγωγή του βαυαρικού νεοκλασικισμού, μέσω των εκπροσώπων της μοναρχίας. Η εισαγωγή της ρομαντικής αρχαιολατρείας, μέσω του περιηγητικού κινήματος, αλλά και του φιλελληνισμού. Ο μακρινός απόηχος των ιδεών του ευρωπαϊκού και αγγλικού Διαφωτισμού, που μετέφεραν στην ελεύθερη Ελλάδα οι Φαναριώτες. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και ο αυταρχισμός, που είχε επιστρέψει με νέα μορφή στη Γαλλία, και διακατείχε τα ευρωπαϊκά καθεστώτα, ήταν τα υλικά με τα οποία είχε χτιστεί το κυρίαρχο ιδεολόγημα του ελλαδισμού. Η έννοια «Ελλάς», που δηλώνει αυτοπροσδιορισμό (και είχε αποκτήσει σαφή γεωγραφικά όρια το 1832), έπρεπε να αποκτήσει ιστορική οντότητα. Το μεσαιωνικό παρελθόν ήταν βάρος και όνειδος. Έπρεπε να καθαριστεί από παντού ώστε να σβήσει και από την μνήμη του ΓΕΝΟΥΣ, το οποίο τώρα είχε ονομαστεί ΕΘΝΟΣ. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιμετωπίστηκαν και οι βυζαντινές τοιχογραφίες της Αθήνας, από Έλληνες και ξένους επιστήμονες. Όχι από όλους. Υπήρξαν φωνές διαμαρτυρίας από Έλληνες και ξένους, αλλά δεν εισακούσθηκαν.
Αυτή ήταν η πρώτη απόξεση. Η άλλη, οργανώθηκε πολύ αργότερα κι έγινε σε βάρος της μήτρας των μεσαιωνικών πηγών της Αθήνας. Σχεδόν όλες οι αρχαιότητες, ιδίως οι κίονες των αρχαίων ναών, έφεραν πρόχειρα σκαλισμένες επιγραφές (γκράφιτι), στις οποίες καταγράφονταν τα σημαντικότερα γεγονότα που είχαν συμβεί στην πόλη τα τελευταία 1.500 ή και 1.600 χρόνια.
Οι αθηναιογράφοι, όπως ο ιστορικός Καμπούρογλου, αποκαλούν αυτά τα γκράφιτι «το λίθινο χρονικό της Αθήνας», γιατί πράγματι συνθέτουν την ιστορία της πόλης, όταν η ιστοριογραφία έπαψε να ασχολείται με το κλεινόν άστυ. Το 1882, η Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων αποφάσισε, για λόγους αισθητικής, να καθαρίσει τα κλασικά μάρμαρα. Με αιχμηρά εργαλεία οι εργάτες έξυσαν τα ακιδογραφήματα και με σφουγγάρια καθάρισαν τα υπολείμματα των πολύτιμων λίθινων χρονικών. Η Αθήνα είχε «πλέον απαλλαγεί και από αυτήν την βαρβαρότητα».
Επιστρέφω στην ΧΑΕ (Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία) (που ιδρύθηκε, θυμίζω, το 1884, δυο χρόνια δηλαδή μετά την απόξεση των λίθινων χρονικών). Μία από τις κυριότερες επιδιώξεις της ήταν: η συγκέντρωση βυζαντινών κειμηλίων και η στέγασή τους σε έναν κατάλληλο χώρο.
Το 1910, με την αναδιάρθρωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η θέση Εφόρου Χριστιανικών Μνημείων, με πρώτο έφορο τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου.
Ο πρώτος νόμος για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα (και όχι στη Θεσσαλονίκη, όπως είχε ζητήσει ο Αδαμαντίου) ψηφίστηκε το 1914.
Το Μουσείο που όλοι γνωρίζουμε (στο μέγαρο «Ίλίσσια» της δούκισσας της Πλακεντίας, στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας) εγκαινιάστηκε εντέλει τον Οκτώβριο 1930, υπό την πίεση του επικείμενου 3ου Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου που είχε αποφασιστεί να γίνει στην Αθήνα. Ήταν αδύνατον να γίνει Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο και να μην υπάρχει Μουσείο. Έτσι, χάρη σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα απέκτησε το πρώτο της Βυζαντινό Μουσείο το 1930, δηλαδή έναν αιώνα μετά την ίδρυση του κράτους.
Στην διάρκεια αυτού του αιώνα, 1830-1930, είχαν συμβεί πολλά. Επιλέγω να θυμίσω μόνον μερικά από όσα συνηγορούσαν υπέρ της υιοθέτησης της βυζαντινής κληρονομιάς –αλλά εις ώτα μη ακουόντων. Πρώτα από όλα είχε κυκλοφορήσει το περίφημο βιβλίο του Φαλμεράγιερ, το οποίο συντάραξε την Ελλαδούλα της δεκαετίας του 1840. Όχι οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων, γιατί η Ελλάδα είχε σλαβωθεί μετά την κάθοδο των Σλάβων, πίστευε ο βυζαντινολόγος Φαλμεράγιερ. Εξοργισμένες οι κεφαλές του έθνους, τον αναγόρευσαν σε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό και –αντί να σκύψουν πάνω στη μεσαιωνική Ιστορία του ελληνικού λαού– συνέχισαν να επεξεργάζονται την θεωρία της εκλεκτικής συγγένειας με τους αρχαίους προγόνους και να καθαρίζουν τα βυζαντινά και οθωμανικά κατάλοιπα.
Υπήρξαν, όμως, και λαμπρές εξαιρέσεις. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, που το 1851 εκδίδει τον πρώτο τόμο της τρίτομης ΚΠόλεως, και διακηρύσσει ότι «η Βυζαντινή Ιστορία είναι μέρος αναπόσπαστο της Ελληνικής Ιστορίας». Τον ακολουθεί, την επόμενη χρονιά (1852), ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Κι ακολουθεί ο «εθνικός ιστοριογράφος», όπως έχει χαρακτηριστεί, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Του χρωστάμε την πρώτη μεγάλη σύνθεση της Ελληνικής Ιστορίας, ένα έργο θεμελιώδες που ήρθε να αποκαταστήσει την ιστορική συνέχεια –με όσες επιμέρους αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς εκ των υστέρων. Το έργο του κυκλοφόρησε μεταξύ 1860 και 1876, αλλά είχε προηγηθεί μία συνοπτική Ιστορία που κυκλοφόρησε (εν είδη εγχειριδίου) τον Φεβρουάριο του 1853. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αυτό το εγχειρίδιο ο Παπαρρηγόπουλος γράφει μία «εκλαϊκευμένη» επιτομή της Ιστορίας που μπορεί να διαβαστεί από το ευρύ κοινό, αλλά και από μαθητές. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι διάφορες εφημερίδες και λόγια περιοδικά της εποχής επαινούν την τριανδρία ενώ αποκαλούν «συμμορία» ή «φατρία» τους ορκισμένους εχθρούς του Βυζαντίου, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα.
Να πούμε από τώρα, ότι αυτοί οι ορκισμένοι εχθροί είχαν πολλαπλασιαστεί. Γιατί πολλοί είχαν συνδέσει το Βυζάντιο με τον εκκλησιαστικό συντηρητισμό ή και σκοταδισμό, με την καταπίεση που ασκούσε ο κλήρος στην διάρκεια της Οθωμανικής εποχής, καθώς και με την συνεργασία της Εκκλησίας με την τουρκική εξουσία. Αλλά ακόμα και το αντιοθωνικό κίνημα, που φούντωνε, έπαιρνε τη μορφή της πολεμικής εναντίον των πάσης φύσεως βασιλικών καθεστώτων κι έτσι το Βυζάντιο ήταν για αυτούς το κόκκινο πανί.
[Ας μην ξεχνάμε ότι κι εμείς, παρασυρμένοι από τα ίδια αισθήματα, αποδεχτήκαμε την αυθαίρετη αλλοίωση του «Νίκας τοις βασιλεύσοι» με το «Νίκας τοις ευσεβέσοι» - και θεωρούμε πολιτικά υπόλογο όποιον επιμένει στο αυθεντικό κείμενο και όχι στο λαϊκίστικο νεότερο.]
Στην διάρκεια της ίδιας εκείνης εκατονταετίας, είχε σχεδόν τριπλασιαστεί η εδαφική επικράτεια του κράτους. Η χώρα είχε βγει από τα στενά σύνορα της Παλαιάς Ελλάδας, αποκτώντας μερικά σημαντικά κέντρα της Βυζαντινής χιλιετίας. Στην κορυφή του καταλόγου: το Άγιον Όρος, η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Άρτα, οι Σέρρες. Ακολουθεί μία σειρά από δευτερεύουσες πόλεις (Καστοριά, Δράμα, Διδυμότειχο) και πολλές ερειπωμένες πόλεις. Ενδεικτικά: η Νικόπολη στην Ήπειρο, η Αμφίπολη και οι Φίλιπποι στην Αν. Μακεδονία, η Αναστασιούπολις-Περιθεώριον στη λίμνη Βιστονίδα. Δεκάδες βυζαντινοί πύργοι, κάστρα, μοναστήρια και μοναστικά κέντρα, κι ανάμεσα στα άλλα: η Κοσμοσώτειρα των Φερρών, το σημαντικότερο μνημείο της Κομνήνειας εποχής στην Ελλάδα. Για σκεφτείτε ότι ένα από τα ελάχιστα κοσμικά (μη εκκλησιαστικά, δηλαδή) βυζαντινά κτίσματα που έχουν σωθεί ως τις ημέρες μας είναι ο Πύργος του Καντακουζηνού στο Πύθειο. Κι είναι περιττό να πω σε εσάς ποια είναι η τύχη αυτού του Πύργου. Πάντα λέω ότι αν ο Νομός Έβρου βρισκόταν στην Ιταλία, θα είχε αναδειχθεί σε παγκόσμιο κέντρο τουρισμού με επίκεντρο τα βυζαντινά του μνημεία (και, βεβαίως, εξίσου σημαντικό πόλο την Σαμοθράκη).
Όταν πηγαίνω στη Ραβέννα, κι ακούω τους Ιταλούς επιστήμονες ή και τους ξεναγούς να μου λένε ότι το όνειρό τους είναι να επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη για να δουν τα ψηφιδωτά, ψελλίζω διάφορες ευγένειες του τύπου «ναι, βεβαίως, να με ειδοποιήσετε», αλλά στην πραγματικότητα εννοώ «άσε καλύτερα, μείνε με την επιθυμία και τις επιστημονικές αναλύσεις στα βιβλία της βυζαντινής τέχνης και μην διανοηθείς να έρθεις». Ένα ζωντανό μουσείο βυζαντινών ψηφιδωτών θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη. Μία περιήγηση που θα άρχιζε από τον 5ο αιώνα για να συνεχιστεί ως τον σπάνιο άγιο Σέργιο του 8ου αιώνα και τα μοναδικά μεσοβυζαντινά ψηφιδωτά στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, και να καταλήξει στον Παλαιολόγειο 14ο αιώνα.
Αλήθεια, το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης οργανώνει μία εκπαιδευτική εκδρομή στην Πόλη, την 28η Οκτωβρίου. Φαντάζομαι ότι το ερχόμενο Σάββατο ή Κυριακή θα ξεναγηθείτε στη Μονή της Χώρας. [Με την ευκαιρία, χαιρετίστε εκ μέρους μου και τη μοναχή Μελάνη, τη Μαρία των Μογγόλων, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και αδελφή του Ανδρόνικου Β΄.] Τα περίφημα ψηφιδωτά της Χώρας χρονολογούνται στα 1316-1320 και είναι από τα τελευταία της βυζαντινής τέχνης. Εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες υποδέχεται η Χώρα κάθε χρόνο. Κάνω μία φιλολογική ερώτηση. Ξέρετε πού υπάρχει ένα ψηφιδωτό σύνολο της ίδιας εποχής –και ανάλογης καλλιτεχνικής αξίας– στην ελλαδική επικράτεια;
Απαντώ: στους Αγίους Αποστόλους της Θεσσαλονίκης, κοντά στο δυτικό Τείχος, δηλαδή δυο βήματα από το Βαρδάρι. Αν έχετε ποτέ ακούσει το όνομα του μνημείου, θα είναι για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η περιοχή είναι μάλλον κακόφημη και κατοικείται από πάμπολλους οικονομικούς μετανάστες. Πολύ κοντά βρίσκεται κι ένα άλλο παλαιολόγειο μνημείο: η εντυπωσιακή και πανέμορφη Αγία Αικατερίνη. Αλλά ακόμα και η Παναγία των Χαλκέων, στο κέντρο της πόλης, έχει σπουδαίες τοιχογραφίες. Κανείς μας δεν τις έχει προσέξει, αφενός γιατί δεν έχουν καθαριστεί κι είναι μαύρες κι άραχλες, κι αφετέρου γιατί το εν γένει Βυζάντιο βρίσκεται έξω από τον χώρο της ελλαδικής μας συνείδησης.
Στην διάρκεια εκείνης της ίδιας εκατονταετίας (1830-1930) όπως την ορίσαμε για να φτάσουμε από την ίδρυση του κράτους έως την ίδρυση του πρώτου Βυζαντινού Μουσείου, η Ελλάδα είχε τριπλασιαστεί αλλά ο Ελληνισμός είχε ξεριζωθεί από τις εστίες του. Η εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων Προσφύγων στη χώρα ήταν η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της: το οθωμανικό, το βυζαντινό, το ρωμαϊκό και το ελληνιστικό. Κυρίως όμως με τη βιωμένη εμπειρία των τελευταίων 17 αιώνων, που σχετιζόταν άμεσα με τον χριστιανικό βίο. Ο ελλαδισμός όμως είχε εδραιωθεί τόσο βαθιά, ώστε ήταν αδύνατον να εκμεταλλευτεί τους φορείς μίας μακρύτατης παράδοσης, για να κάνει την υπέρβαση. Αντίθετα. Εξανάγκασε τους Πρόσφυγες να ελλαδοποιηθούν για να επιβιώσουν.
Ακόμα και η Πηνελόπη Δέλτα, στην οποία οφείλουμε τη συναισθηματική μας εμπλοκή με το Βυζάντιο –άσχετα αν η ίδια το χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνο για να στηρίξει τις ελληνικές θέσεις στο Μακεδονοθρακικό Ζήτημα, δεν ολοκλήρωσε ποτέ το μυθιστόρημά της με θέμα την βυζαντινή Μικρασία του 11ου αιώνα. Το εγκατέλειψε, γιατί η Ελλάδα είχε αποτύχει στη Μικρασία, οι Μικρασιάτες είχαν έρθει στην Ελλάδα κι έπρεπε να ξεχαστούν οι ανατολίτικες πατρίδες. Πάντως, τα βυζαντινά της μυθυστορήματα είχαν ήδη ταράξει τα νερά κι είχαν προσφέρει ένα σημαντικό εκπαιδευτικό έργο για τις γενιές του 1910-1960, καλύπτοντας (έστω και συναισθηματικά) το μεγάλο κενό της σχολικής παιδείας. Χωρίς την Δέλτα, εμείς οι Παλαιοελλαδίτες δεν θα είχαμε ποτέ ακούσει ούτε μία λέξη για την Αδριανούπολη, τα Βοδενά / που ονομάστηκαν Έδεσσα, τα μακεδονίτικα βουνά, τον χώρο πέρα από τον Πηνειό.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν και η κυριότερη αιτία που δημιουργήθηκε το κίνημα του επαναπροσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας της Γενιάς του ’30. Αυτή η πολυσυζητημένη «ελληνικότητα», που στράφηκε αναπόφευκτα και προς το Βυζάντιο. Ναι. Τώρα πια, με έναν Κόντογλου στην Αθήνα, και με εκατοντάδες άλλες προσωπικότητες από τον προσφυγικό κόσμο, αλλά και από τις «Νέες Χώρες», και βεβαίως από την Κωνσταντινούπολη, ο πνευματικός κόσμος ξανασυναντούσε το Βυζάντιο. Οι σουρεαλιστές έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου περπατούσε στο Φανάρι και στην Καστοριά. Το περιοδικό Τρίτο Μάτι φιλοξενούσε άρθρα υψηλότατου ιδεολογικού προβληματισμού, με απόψεις ρηξικέλευθες. Το Άγιον Όρος έγινε προορισμός για πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και ο μέγας Λεκορμπουζιέ, μελετούσε τον πλάγιο φωτισμό των οθωμανικών τζαμιών της Τουρκίας για να τον χρησιμοποιήσει στην δική του αρχιτεκτονική πρόταση. Ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ παρέδιδε την Αγία Σοφία (το 1931) στους Αμερικανούς Βυζαντινολόγους για να αποκαλύψουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά και να την κάνουν, εντέλει, Μουσείο.
Είχαν γίνει πάρα πολλά σε αυτήν την εκατονταετία. Κι όμως το πρώτο Βυζαντινό Μουσείο της Ελλάδας ονομάστηκε «Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον» (σαν να ονομάζαμε δηλαδή κάποιο μουσείο με αρχαιότητες «Αρχαιολογικό και Ειδωλολατρικό Μουσείο»). Δεν θα επιχειρηματολογήσω πάνω στο θέμα. Σας αφήνω να το σκεφτείτε κι αν θέλετε το συζητάμε στο τέλος.
Οι συλλογές του Βυζαντινού Μουσείου εμπλουτίστηκαν με εκατοντάδες προσφυγικά κειμήλια. Αλλά πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, κι ενώ είχε ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ασφαλίσει τους κινητούς βυζαντινούς θησαυρούς της Θεσσαλονίκης. Έτσι, μεταφέρθηκαν εκατοντάδες έργα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, κι όταν ιδρύθηκε το Βυζαντινό Μουσείο πολλά από αυτά αποτέλεσαν βασικά εκθέματα, ενώ άλλα καταχωνιάστηκαν στα υπόγεια. Όταν, έφτασε, λοιπόν, η ευτυχισμένη εκείνη ώρα που θα αποκτούσε επιτέλους η Θεσσαλονίκη το Μουσείο της, οι Θεσσαλονικείς βυζαντινολόγοι ζήτησαν από το αθηναϊκό Μουσείο τα έργα που είχαν σταλεί για φύλαξη στην Αθήνα το 1916. Ο αγώνας που έκανε η Αθήνα για να μην επιστραφούν τα έργα, είναι μία πτυχή του αθηναιοκεντρισμού που πρέπει κάποτε να μελετηθεί όχι μόνον από ιστορικούς, κοινωνιολόγους και πολιτιολόγους, αλλά –λυπάμαι που το λέω– και από ψυχιάτρους. Δεκάδες προσωπικότητες στήριξαν τον παραλογισμό της αθηναϊκής πλευράς. Εγώ διάβαζα τις δηλώσεις της ολοφυρομένης διευθύντριας του Μουσείου, η οποία «δεν ήθελε να αποχωριστεί τα παιδιά της» και τραβούσα τα μαλλιά μου. Εντέλει, επήλθε συμβιβασμός. Η Αθήνα θα κρατούσε ένα μέρος και θα επέστρεφε τα υπόλοιπα (περίπου το ¼). Έτσι, για όποιον θυμάται τι έγινε το 1994, η πρώτη έκθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η πρώτη αίθουσα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, ονομάστηκε «Το ταξίδι της επιστροφής». Τα εκθέματα ήταν τα έργα που είχαν επιστρέψει από την Αθήνα. Ορισμένα μάλιστα από αυτά, καθαρίστηκαν κι αποκαταστάθηκαν στα εργαστήρια του νέου Μουσείου, μελετήθηκαν και παρουσιάστηκαν στο κοινό για πρώτη φορά. Η Αθήνα τα κρατούσε στα σκοτεινά υπόγεια οκτώ δεκαετίες.
Έκτοτε, η πρόοδος είναι εντυπωσιακή. Αλλά εμείς, η ελληνική κοινωνία, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε σύγχυση. Τα ιδεολογήματα και οι ιδεοληψίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν το ελλαδικό κράτος και ο ελλαδισμός, μας κατατρέχουν ακόμα.
Ας βουτήξουμε, λοιπόν, στα θεμέλια για να δούμε επί τροχάδην τα συστατικά στοιχεία αυτού του ελλαδισμού, ο οποίος απέβαλε το Βυζάντιο από τις δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας και της συνείδησής μας. Κράτησα την αρχή για το τέλος, γιατί πιστεύω ότι ακόμα εκεί βρισκόμαστε –παρά τις εξελίξεις. [Θυμίζω ότι θα μοιραστούν Σημειώσεις με επιλεκτικό Χρονολόγιο κι επισημάνσεις σχετικά με την ίδρυση και τα πρώτα χρόνια του Βασιλείου της Ελλάδος.]
Το 1837, στην Ακρόπολη έγινε η ιδρυτική συνεδρία της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Πρώτος πρόεδρος ο Φαναριώτης λόγιος Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο οποίος ήτανε και υπουργός Παιδείας του Οθωνικού Βασιλείου. «Επιτέλους» βροντοφώναξε ο Νερουλός. «Η Ελλάς, που εσκλαβώθη το 146 π.Χ., είναι και πάλι ελεύθερη».
Μα τι είχε γίνει το 146 π.Χ.; Οι Ρωμαίοι ισοπέδωσαν την Κόρινθο και ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Νότιας Ελλάδας (Στερεάς και Πελοποννήσου). Γεωγραφικά, δηλαδή, η κατάκτηση του 146 συμπίπτει με την εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου Οθωνικού Βασιλείου.
Σημειώνω, για να μην ξεχνιόμαστε, ότι η έκταση εκείνου του κράτους ήταν 47.516 τετρ χλμ. Από αυτά, πάνω από 12.000 τετρ χλμ ανήκαν σε μοναστήρια και εκκλησίες (δηλαδή το ¼ της γης). Το σύνολο των κατοίκων ήταν 719.000. Οι 575.000 ζούσαν στην ύπαιθρο και οι 144.000 σε αστικά κέντρα. Δηλαδή σε κωμοπόλεις, γιατί πόλεις δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν ούτε λιμάνια, ούτε βιοτεχνικά κέντρα (εκτός από κάποια υποτυπώδη), ούτε χερσαίοι δρόμοι και συγκοινωνιακό δίκτυο, ούτε πεδιάδες (η Κωπαΐδα αποξηράνθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα). Δεν υπήρχε ούτε ενδοχώρα –αυτή η άπλα της Βαλκανικής, της Μαύρης Θάλασσας και της Δυτικής Ασίας που εκτόξευε την ελληνική παρουσία και δραστηριότητα μέχρι τις άκρες της καθ’ ημάς οικουμένης επί χιλιετίες, δηλαδή από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγαλέξανδρου έως την διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο). Στην Παλαιά Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε ενδοχώρα ούτε καν η συνείδηση της ενδοχώρας. Η Στερεά, η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες ήταν το φτωχότερο και πιο απομονωμένο κομμάτι του ελληνικού κόσμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η «Ελλάς» του Νερουλού.
Και, δυστυχώς, όχι μόνον του Νερουλού. Οποιοδήποτε βιβλίο της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας κι αν ανοίξετε –και, βεβαίως, τα σχολικά, ακόμα και του 2010 (γιατί του 2011 δεν ευτυχήσαμε να τα δούμε μέχρι τώρα)–, θα διαβάσετε ότι «η Ελλάδα κατακτήθηκε το 146 π.Χ.».
Ένας αριθμός-κλειδί. Μία χρονολογία που ξεκλειδώνει τα υπόγεια της κρατικής ιδεολογίας, μέσα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί τα τελευταία 180 χρόνια.
Για να αντιληφθούμε τι σηματοδοτεί αυτός ο αριθμός-κλειδί, θυμίζω ότι μετά τη μάχη της Πύδνας (κοντά στην Κατερίνη), κατακτήθηκε ολόκληρη η Μακεδονία. Η μοιραία μάχη έγινε το 168 π.Χ. = 24 χρόνια πριν από την κατάκτηση της Νότιας Ελλάδας, δηλαδή της Ελλάδος του Όθωνα και του Νερουλού. Ένα χρόνο αργότερα, το 167 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέλαβαν ολόκληρη την Ήπειρο και κατέσκαψαν δεκάδες αρχαίες ηπειρωτικές πόλεις.
Άρα: για την επίσημη παιδεία, ακόμα και σήμερα, η Ελλάδα ταυτίζεται με το κρατικό μόρφωμα «Ελλάς» του 1830.
Με αυτό το χτυπητό παράδειγμα (ένα από τα εκατοντάδες που θα μπορούσα να διαλέξω), προσπαθώ να καταδείξω ότι τα ιδεολογήματα που κατασκευάστηκαν τον καιρό που διαμορφωνόταν το Οθωνικό Κράτος, παγιώθηκαν και εξακολουθούν να ισχύουν. Τα εδάφη, που ενσωματώθηκαν αργότερα στην ελληνική επικράτεια, δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στην ύλη της επίσημης Ελληνικής Ιστορίας –και, κατ’ επέκταση: δεν ενσωματώθηκαν στην κυρίαρχη –και εν πολλοίς κατασκευασμένη– συλλογική συνείδηση.
Έτσι: το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας ονομάζεται ΕΘΝΙΚΟ Αρχαιολογικό (ενώ οι συλλογές του εξακολουθούν μέχρι σήμερα να καλύπτουν μόνον την οθωνική Ελλάδα –με εξαίρεση τα μικρά χάλκινα αγαλματίδια από την αρχαία Ήπειρο που δώρισε ο Καραπάνος στο Μουσείο).
Αλλά και το Πανεπιστήμιο της Αθήνας ονομάζεται Εθνικό Καποδιστριακό, και η Πινακοθήκη είναι Εθνική, ενώ η ελληνική Ακαδημία (σε αντίθεση με τη γαλλική που ονομάζεται Académie Française) ονομάζεται ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ και δέχεται μόνον προσωπικότητες που έχουν ως διεύθυνση κατοικίας την Αθήνα. Μία τοπικιστική εσωστρέφεια που θα την ζήλευαν ακόμα και οι Αθηναίοι της Κλασικής εποχής.
Είναι, λοιπόν, αδύνατον να μιλήσουμε για ιδεολογικά ζητήματα κοινής συνείδησης –ταυτότητας–, δεσμών με το παρελθόν και σχέσεων με την κληρονομιά, αν δεν καταλάβουμε ότι όλα αυτά χτίστηκαν στα θεμέλια του ελλαδικού οικοδομήματος του 1830. [Το γαλάζιο και το λευκό της σημαίας του ελληνικού κράτους είναι (κατά σύμπτωση) και τα χρώματα της Βαυαρίας. Γαλάζια και λευκή είναι η σημαία της, όπως και κυανόλευκα είναι τα χρώματα στο σήμα της BMW, της μεγαλύτερης βαυαρικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Όταν, λοιπόν, η Ελλάδα απέκτησε Βαυαρό μονάρχη, σκούρυνε το γαλάζιο της ελληνικής σημαίας για να είναι ταυτόσημο με το μπλε της Βαυαρίας.]
Στο βαυαρέζικο τοπίο, όπου ο Λουδοβίκος αποκαλούσε το Μόναχο «η Αθήνα επί του ποταμού Ίζαρ», δεν χώρεσε ποτέ καμία άλλη Ελλάδα, εκτός από τον Νότο του ελλαδικού κορμού. Κι αυτός όμως περιορισμένος χρονικά στην Αρχαϊκή και, κυρίως, την Κλασική εποχή. Έτσι όπως αντιλαμβανόταν την Ελλάδα και ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός.
Μπορεί, βέβαια, να σκεφτεί κάποιος ότι ο Νερουλός και οι Νερουλοί του 1830 αναφέρονταν αποκλειστικά στην ελληνική επικράτεια εκείνης της εποχής, κι ότι δεν τολμούσαν ή δεν ήθελαν, για πολιτικούς λόγους, να αναφερθούν στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν αποδεκτή και καθησυχαστική αν απέδιδε τις απόψεις των ανθρώπων της εξουσίας. Αλλά ας μη γελιόμαστε.
Το 1841, σε άλλη συνεδρία της Αρχαιολογικής Εταιρείας, πάντα στην Ακρόπολη, ο Νερουλός διακηρύσσει ότι «Η Ελλάς νικήθηκε στην Χαιρώνεια από τον Φίλιππο». Αλλά ο Φίλιππος «έπραξεν άλλο, της νίκης εκείνης ολεθριώτερον: εγέννησε τον Αλέξανδρο». Εδώ διαγράφονται σαφέστατα τα πολιτιστικά σύνορα και τα επιλεκτικά ιδεώδη της Ελλάδος: περικλείονται από τα κρατικά σύνορα του 1830.
Περιττό να σας πω την άποψη του για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Βυζαντινή, που την διαδέχεται. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η «σκλαβιά» διήρκεσε δύο χιλιάδες χρόνια. Τον καιρό, μάλιστα, που κυριαρχεί το Βυζάντιον στον ανατολικό κόσμο, λέει πάντα ο Νερουλός, «η Ελλάς απετέλει παραερωμένον μέρος της Αυτοκρατορίας». Αυτό είναι μεν αληθές, αλλά ο Υπουργός της Παιδείας το επισημαίνει και το τονίζει για να δείξει την αθλιότητα του μεσαιωνικού σκοταδισμού. «Η Βυζαντινή Ιστορία είναι αλληλένδετος και μακρότατη σειρά πράξεων μωρών. Σειρά αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μεταφυτευθέντος Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδητος της αισχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων».
Αυτές τις απόψεις ούτε οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού δεν τις είχαν διατυπώσει με τέτοια δριμύτητα, τον 18ο αιώνα. Γιατί μπορεί ο πολύς Γίββων (Edward Gibbon) να πίστευε ότι η Βυζαντινή Ιστορία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά «ο θρίαμβος της βαρβαρότητας και του Χριστιανισμού», και ο Βολταίρος να διακήρυσσε ότι «το Βυζάντιο είναι μία άνευ αξίας συλλογή από προφητείες και θαύματα», και ο Μοντεσκιέ να διαπίστωνε ότι «πρόκειται για τον τραγικό επίλογο της ακμής της Ρώμης: ένα υφαντό από επαναστάσεις, ανταρσίες και προδοσίες», αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι χάρη στο Βυζάντιο διασώθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο δικός μας, όμως, υπουργός Παιδείας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας ούτε αυτό δεν αναγνώριζε στους «μωρούς» Βυζαντινούς «που είχαν εξαθλιώσει και εξουθενώσει τους Έλληνες».
Η περιχαρακωμένη Ελλάς, λοιπόν, αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας το παρελθόν της.
Οθωμανική, Βυζαντινή και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνιστούν 2.000 χρόνια υποδούλωσης, ενώ ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος και η Ελληνιστική εποχή είναι μία ζοφερή περίοδος για αυτήν την Ελλάδα. Καλά θα κάνουμε να εξοβελίσουμε όλα αυτά από την παιδεία μας, από τα μουσεία μας, από την ζωντανή συλλογική μνήμη κι εντέλει από την συνείδηση της Ρωμιοσύνης. Εξάλλου, οι λέξεις: Ρωμιοσύνη, Ρωμιός, Γραικός, που παραπέμπουν στην μακρά περίοδο των δύο χιλιάδων χρόνων της σκλαβιάς απαξιώνονται, εξαφανίζονται από το επίσημο λεξιλόγιο και αντικαθίστανται με το: Έλληνας και Ελληνισμός.
Το Γένος γίνεται Έθνος και η Οθωμανική Ρωμιοσύνη αποκαλείται «υπόδουλος Ελληνισμός».
Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, ή της Σμύρνης αποκαλούνται «Ομογενείς». Η Αθήνα βαφτίζεται «εθνικό κέντρο» και «μητρόπολη του Ελληνισμού», χαρακτηρισμός που υποκρύπτει το μεγάλο στρατήγημα: την κατασυκοφάντηση και ολοσχερή απαξίωση της Κωνσταντινούπολης. Προσκυνημένοι, Ανατολίτες, Τουρκόσποροι, ελληνική Διασπορά, ή «Ομογενείς» στην καλύτερη περίπτωση, είναι οι Ρωμιοί εκτός Ελλάδος. Και ο πνευματικός τους ηγέτης –και πολιτικός τους εκπρόσωπος–, ο Πατριάρχης, αποκήρυξε την Επανάσταση (η οποία, άκουσον-άκουσον, ξεκίνησε από τον Μοριά!). Μας τα είπε και η τηλεόραση του ΣΚΑΪ αυτά, τον φετινό χειμώνα, με τα ιστορικά ντοκουμαντέρ που τιτλοφορήθηκαν«1821». Εκεί πρωταγωνίστησε η αγροτική Πελοπόννησος, με δευτεραγωνιστή το Μεσολόγγι και γκεστ σταρ την Χίο, ενώ ένας μικρός ρόλος δόθηκε και στα Γιάννενα. Ένα σύντομο πέρασμα έκανε και η Σμύρνη (με την ανάγνωση κάποιων αποσπασμάτων από απομνημονεύματα ενός Σμυρνιού), ενώ η απουσία της Κωνσταντινούπολης ήταν εκκωφαντική.
Τα κυρίαρχα ιδεολογήματα του 1830 δεν σκόπευαν απλώς να κατασκευάσουν την ταυτότητα του Ελλαδίτη και να της αποδώσουν την αίγλη της Αθήνας του Περικλή. Στόχος ήταν η πλήρης περιχαράκωση του νεοσύστατου κράτους και η πλήρης αποκοπή του από τον ακμαίο ελληνικό κόσμο. Η Οθωμανική περίοδος ήταν το εύκολο θύμα της Ιστορίας. Και μαζί της, οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτήν την εποχή. Με το Βυζάντιο όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο ζόρικα, γιατί λειτουργούσε το βίωμα και η μνήμη μίας ελληνικής χριστιανορθόδοξης Αυτοκρατορίας. Και η Κωνσταντινούπολη, έδρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ήταν πάντα εκεί. Ακμαία, πλούσια, εκθαμβωτική και οικουμενική.
Το κυριότερο βήμα προς την κατεύθυνση της αποτίναξης κάθε δεσμού με την Πόλη και το Φανάρι ήταν η εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθήθηκε από την Αντιβασιλεία (η οποία βασίλευε στο όνομα του Όθωνα, ώσπου να ενηλικιωθεί ο νεαρός βασιλιάς). Το πλοίο που μετέφερε τον Όθωνα και τους τρεις Βαυαρούς αντιβασιλείς αγκυροβόλησε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου του 1833. Σαράντα τέσσερις ημέρες αργότερα, η Αντιβασιλεία ασχολείται με τα Εκκλησιαστικά. Συγκροτείται επιτροπή, υπό την προεδρία του επί των Εκκλησιαστικών υπουργού Σπ. Τρικούπη, για να εξετάσει την κατάσταση στην Εκκλησία, να επεξεργαστεί τον νέο οργανισμό και να διευθετήσει τα μοναστηριακά πράγματα.
Αυτή η επιτροπή δημιούργησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και κατέληξε στην αυτοδίκαιη (ipsojure) ανεξαρτησία της. Αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία «καθ’ εαυτήν υπάρχουσαν, αφ’ εαυτής και δι’ εαυτής διοικούμενη, και περί εαυτής φροντίζουσα, πολιτικώς δε υποκείμενη εις την Κοσμικήν αρχήν». Στις 15 Ιουλίου 1833, συνήλθαν στο Ναύπλιο 22 ιερωμένοι και τρεις λαϊκοί και ανακήρυξαν το ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ υπό τη διοικητική αρχηγία του βασιλέως της Ελλάδος (ο οποίος ήταν Καθολικός, ενώ άλλοι από τους αντιβασιλείς ήταν καθολικοί κι άλλοι προτεστάντες).
Με την εσπευσμένη αυτή πράξη δημιουργήθηκε εκκλησιαστικό ζήτημα. «Προέκυψε σχίσμα διαιρούν το έθνος και συντρίβον προαιώνιους δεσμούς, τον σύνδεσμον του παρελθόντος προς το παρόν, και προεκλήθησαν δειναί συζητήσεις και ταραχαί λαβούσαι επικίνδυνους διαστάσεις …».
«Η Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε δημιούργημα διοικητικό και οργανωτικό του νεοελληνικού κράτους. Με αυτή την έννοια θα μπορούσε, ως διοικητικό μόρφωμα –και όχι ως πνευματικό καθίδρυμα– να χαρακτηριστεί Εκκλησία κρατική ή εθνική, αφού η οργανωτική της υπόσταση κυοφορήθηκε στους κόλπους του νεοελληνικού κράτους, η εκκλησιαστική δικαιοδοσία συνέπιπτε με εκείνη της εθνικής επικράτειας, ενώ η ίδια εξοπλίστηκε με κρατικά προνόμια, εγκολπώθηκε την εθνική του αποστολή και ενστερνίστηκε την εθνική ιδέα». (Μανιτάκης, Εκκλησία (2000) σσ 23-24).
Η ίδια επιτροπή κατάργησε 378 ανδρώα μοναστήρια (από τα 524 που λειτουργούσαν στην επικράτεια του Βασιλείου) και όλα τα γυναικεία, με εξαίρεση τρία. Έτσι, έμειναν 146 ανδρικές + 3 γυναικείες μονές (αργότερα επετράπη και η λειτουργία ενός τέταρτου μοναστηριού, στην Τήνο).
Η βίαιη εκτέλεση του νόμου και το γεγονός ότι η δημευμένη μοναστηριακή περιουσία δεν δόθηκε για την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση του κλήρου (ενώ ο νόμος προέβλεπε την ίδρυση εκκλησιαστικού ταμείου από τα εισοδήματα των καταργημένων μονών, αλλά και την ενίσχυση πολλών άλλων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων), ξεσήκωσε αντιδράσεις. Η εντονότερη αντίδραση ήρθε από τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος (γιατί η Ρωσία δεν ήθελε την ελλαδική αυτονομία). Ο ελλαδικός κλήρος παρέμεινε σε οικτρή κατά-σταση και παχυλή απαιδευσία: «η εκ της αγνοίας και αμάθειας ασχημία ην μεγίστη», γράφει ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης στα 1892.
Την ίδια εκείνη εποχή, αρχίζει ο «καθαρισμός» της Ακρόπολης, κατεδαφίζονται οι 92 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της Αθήνας, σαρώνονται τα ερειπωμένα αθηναϊκά σπίτια και αρχοντικά, ενώ εισβάλλει ο βαυαρικός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική –που, εκτός των άλλων, θίγει ανεπανόρθωτα την πατροπαράδοτη οικογενειακή ζωή η οποία είχε ως κέντρο της το αίθριο (βασικό στοιχείο του οίκου από τα πανάρχαια χρόνια). Το 1837, ιδρύεται και το Οθωνικό Πανεπιστήμιο (το μετέπειτα Εθνικό Καποδιστριακό). Όλα τα φιλολογικά βιβλία, ακόμα και οι ελληνικές γραμματικές, μεταφράζονται από τα γερμανικά.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς έγιναν όλα αυτά δεκτά από τον ελληνικό λαό. Και κυρίως το εκκλησιαστικό σχίσμα. Οι εξηγήσεις είναι παρά πολλές και προκύπτουν από διάφορες αιτίες. Η μεν ύπαιθρος ήταν εντελώς εξουθενωμένη από τον Αγώνα, είχε χάσει την τοπική της οργάνωση (μετά την κατάργηση των κοινοτήτων και την αντικατάσταση των δημογεροντιών από κρατικούς υπαλλήλους και διορισμένους δημάρχους) και ήταν εντελώς απομονωμένη από το κέντρο – λόγω της έλλειψης δρόμων. Επιπλέον, επειδή η Αντιβασιλεία φοβόταν τους μοναχούς ως υποκινητές τοπικών εξεγέρσεων (ήταν ρωσόφιλοι οι περισσότεροι), είχε απαγορεύσει τις ελεύθερες μετακινήσεις τους και τους περιόρισε με κάθε τρόπο. Αλλά και η αγροτιά πίστευε ότι ίσως να αποκτούσε ένα τμήμα της μοναστηριακής περιουσίας. Για το σχίσμα δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα. Οι ειδήσεις έφταναν φιλτραρισμένες και πάντα μέσω άμβωνος. Εξάλλου, η ύπαιθρος είχε ξαναπέσει στα χέρια των γαιοκτημόνων.
Η Αθήνα δεν αντέδρασε για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Πρώτα από όλα, όταν λέμε τώρα πιά Αθήνα, δεν εννοούμε την οθωμανική πολιτεία που είχε να επιδείξει αξιοθαύμαστη κοινωνική και πολιτιστική οργάνωση, αλλά την πολυσυλλεκτική πρωτεύουσα αυτού του αλλοπρόσαλλου και χαοτικού κρατιδίου. Τα νεόδμητα σπίτια αυξάνονταν κατά χιλιάδες, δίχως ρυμοτομικό και χωρίς κανέναν κανονισμό. Οι νεοφερμένοι ήταν δύο κατηγοριών: οι Ελλαδίτες (που ονομάστηκαν «αυτόχθονες») και οι ξένοι, δηλαδή Έλληνες από άλλα μέρη (που ονομάστηκαν «ετερόχθονες»).
Πολύ σύντομα, τα συμφέροντα των ετεροχθόνων και των αυτοχθόνων συγκρούστηκαν, γιατί οι ετερόχθονες (Φαναριώτες ως επί το πλείστον, από την Πόλη ή τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες) ήταν μορφωμένοι και πολύγλωσσοι, διέθεταν διοικητικές γνώσεις και ευρωπαϊκές εμπειρίες. Αυτοί είχαν καταλάβει τις σημαντικότερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, παραγκωνίζοντας τους αυτόχθονες. Είχαν πλουτίσει, είχαν αποκτήσει γη, είχαν προνόμια, ανήκαν στους αυλικούς κύκλους. Η ιδεολογία του εθνικού κράτους και της αποκοπής από την Πόλη (κατά συνέπεια και από ό,τι αντιπροσώπευε η Πόλη), δηλαδή τα ιδεολογήματα που προωθούσε ο Νερουλός και πολλοί άλλοι για αυτή τη μοναδικότητα και την καθαρότητα της μικρής Ελλάδος, ταίριαξαν απόλυτα με τα αισθήματά τους. Ένα εθνικό κράτος και μία εθνική Εκκλησία αφορούσαν αποκλειστικά τους αυτόχθονες. «Μόνον οι άνθρωποι του τόπου να κυβερνώσι τον τόπο.» Αυτό ήθελαν. Για να το πετύχουν, έπρεπε να ξεχωρίσουν από τους ετερόχθονες. Ούτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ούτε η Βυζαντινή ή η Ρωμαϊκή, αλλά ούτε η εν γένει ελληνική αρχαιότητα μπορούσε να χωρέσει σε αυτό το ιδεατό σχήμα. Ναι. Χρειαζόμαστε την επιλεκτική αρχαιότητα, για να νομιμοποιήσουμε τον αυτοχθονισμό. Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθος, Θήβα. Ό,τι μας διδάσκουν μέχρι σήμερα τα σχολικά βιβλία. Το περιούσιον ελληνικό έθνος εδώ είχε το κέντρο του. Και εδώ θα ξαναγεννιόταν το νέο εθνικό κέντρο. Η άγνοια της Ιστορίας, μαζί με την παντελή άγνοια της Γεωγραφίας, ευνοούσαν τον αυτοχθονισμό και την ομφαλοσκόπηση.
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843,έθεσε τέρμα στη δεκαετή περίοδο της απόλυτης μοναρχίας και άνοιξε την εποχή της συνταγματικής μοναρχίας. Στις 14/1/1844, ο Ιωάννης Κωλέττης(του γαλλικού κόμματος) μίλησε στην Εθνοσυνέλευση για το ζήτημα των αυτοχθόνων — ετεροχθόνων και έκανε λόγο για τη ΜεγάληΙδέα. Ήταν ο πρώτος πολιτικός που υποστήριξε την ενότητα του Ελληνισμού και μίλησε για τον αλύτρωτο Ελληνισμό, τον οποίο η Ελλάδα είχε υποχρέωση να απελευθερώσει. Τον Ιανουάριο του 1844, άρχισε η συζήτηση για το άρθρο περί ιθαγένειας. Τελικά, και μετά από απίστευτες συζητήσεις που θα άξιζε να διαβάσει κανείς, επήλθε κάποιος συμβιβασμός ανάμεσα σε σκληροπυρηνικούς και μετριοπαθείς. Κι έτσι, δεν εξεδιώχθησαν όλοι οι «ξένοι».
Στις 18 Μαρτίου 1844 ψηφίστηκε ο Εκλογικός Νόμος από την Εθνοσυνέλευση. Είχε ως βάση το γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το βελγικό του 1831. Πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους: ο Ιωάννης Κωλέττης, 6/8/1844.
Η περίφημη Μεγάλη Ιδέα, ένα ιδεολόγημα που κόστισε πολύ ακριβά στη μικρή Ελλάδα, αλλά, ταυτόχρονα, διέλυσε την οθωμανική Ρωμιοσύνη, ήταν μία πανάκεια που λειτούργησε εν πολλοίς για να καλύψει τον Αυτοχθονισμό και το εκκλησιαστικό Σχίσμα. Μόνον οι αυτόχθονες (γεννημένοι στον γεωγραφικό χώρο που συμπίπτει με την περιχαρακωμένη έκταση του Οθωνικού Βασιλείου) είχαν δικαιώματα στο κράτος, πχ μπορούσαν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Θεσσαλοί, Κρήτες, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Επτανήσιοι, Κύπριοι, Πόντιοι, Κωνσταντινου-πολίτες, Δωδεανήσιοι, Χιώτες κι άλλοι Αιγαιοπελαγίτες και, βεβαίως, οι Έλληνες της Διασποράς (Βόρεια Βαλκάνια, Ρωσία, παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Κεντρική Ευρώπη κλπ) όλοι λογίζονταν ετερόχθονες (κατ’ ουσία ξένοι). Έτσι τους αντιμετώπισε και η Παλαιά Ελλάδα ακόμα κι όταν οι διάφορες περιοχές εντάχθηκαν σταδιακά στο Ελληνικό Κράτος.
Ο αυτοχθονισμός και η εκκλησιαστική αυτοκεφαλία ήταν οι πιο ακραίες και ολέθριες πράξεις του ελλαδισμού. Στην πράξη χώρισαν τον ελληνικό κόσμο σε περιούσιους Ελλαδίτες και λοιπούς Έλληνες.
Ο άκρατος εθνοκεντρισμός διέρρηξε κάθε σχέση με τη Ρωμιοσύνη και το γένος των Ορθοδόξων, τη συνέχεια του χώρου και του χρόνου, την έννοια του οικουμενισμού, οτιδήποτε είχε σχέση με τη βιωμένη συλλογική μνήμη και το παρελθόν. Στην θέση τους μπήκαν νέες κατασκευασμένες ιδέες, μία σειρά από τερατογεννέσεις, αλυσιδωτές διαστρεβλώσεις και μία παραποιημένη ιστορική σχέση με την εξιδανικευμένη κλασική αρχαιότητα.
Οι όποιες διαφοροποιήσεις καταγράφονται στα επόμενα χρόνια, η ρητορική υιοθέτηση του βυζαντινού παρελθόντος (και η αυτόκλητη εμφιλοχώρηση της Εκκλησίας στα βυζαντινά θέματα) δεν ανατρέπουν ουσιαστικά τα κυρίαρχα ιδεολογήματα, την επιφυλακτικότητα, την δυσπιστία, την αμηχανία. [Ακόμα και το ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό έπρεπε να περιμένει έως την δεκαετία του 1980, για να δει να κυκλοφορούν μερικές από τις σπουδαιότερες βυζαντινές πηγές. Κι αυτές χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή τους εμπορικούς εκδοτικούς οίκους (Άγρα, Χατζηνικολή, για φραγκικές πηγές, Κανάκη με την σειρά Βυζαντινής Ιστορίας και Γραμματείας, Ακρίτας κ.ά.). Μέχρι τότε η προσέγγιση των πηγών ήταν προνόμιο του στενού επιστημονικού κύκλου.]
Χρωστάμε πολλά στο «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, όπως και στην «Ρωμιοσύνη» του (που ξανάβαλε από το παραπόρτι της μουσικής, την ξεχασμένη λέξη –την τόσο φορτισμένη). Χρωστάμε πολλά και στην πρόοδο των βυζαντινών σπουδών που συντελέστηκε εκτός Ελλάδας και στην οποία συμμετείχαν διαπρεπείς Έλληνες βυζαντινολόγοι. Όπως και στις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις (ιδίως το άνοιγμα του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης προς το Βυζάντιο, που ακολουθήθηκε από πολλά άλλα μουσεία). Παρόλα αυτά, το Βυζάντιο εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο και παρεξηγημένο. Εξακολουθεί να είναι το πιο αντιπαθητικό μάθημα Ιστορίας στα σχολεία: κάθε αρχή της σχολικής χρονιάς, οι καθηγητές βάζουν κλήρο για να δούνε ποιος ατυχής θα πάρει την Δευτέρα Γυμνασίου, για να διδάξει Βυζαντινή Ιστορία.
Κι όλοι μας παρακολουθήσαμε στις τηλεοπτικές οθόνες το παγωμένο αυτοκρατορικό ζεύγος που αντιπροσώπευσε την Βυζαντινή Χιλιετία στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν ένα ανιστόρητο και σύντομο ιντερμέδιο ανάμεσα στην ένδοξη Αρχαιότητα και τους παινεμένους κλεφταρματολούς. Ένα αμήχανο δίλεπτο που αναπαρήγαγε την άποψη των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα για αυτό το ακίνητο Βυζάντιο, που διέσωσε μεν την αρχαία γραμματεία, αλλά δεν στάθηκε ικανό να κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η Ελλάδα του 2004 δεν διέφερε από την Ελλάδα του Όθωνα και του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού. Και δεν απουσίαζε μόνο το καταφρονεμένο Βυζάντιο. Απουσίαζε εντελώς η διάσταση του οικουμενικού πνεύματος, αυτήν που επέβαλε ο Αλέξανδρος στους τοπικιστές Έλληνες, ανοίγοντας τους ελληνικούς ορίζοντες για τις επόμενες χιλιετίες μέχρι το 1922.
Κι αν αυτά έγιναν το 2004, θέλω να επισημάνω ότι στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2009, ολόκληρη η Βυζαντινή περίοδος των Αθηνών και του Ιερού Βράχου αντιπροσωπεύεται από ένα κιονόκρανο. Το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα εκθέματα είναι η επιλεκτική σχέση του Ελλαδισμού με το ιστορικό παρελθόν του, το παρελθόν που εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό ιστορικό συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας. Η «παιδική αρρώστια» του Ελλαδισμού έγινε κληρονομική ασθένεια που στιγμάτισε τους απογόνους έως και σήμερα.
Θα κλείσω με τις απόψεις δύο λογίων του 19ου αιώνα, γιατί πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν έχουμε ξεκολλήσει από εκεί –παρά τα λεγόμενα.
Ο Ποτλής, σοφός καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου, στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο (το 1859), αφού τονίσει ότι το Βυζάντιο δεν προσέφερε τίποτα στη διεύρυνση του Εκκλησιαστικού Δικαίου (!), προσθέτει: «Πράγμα απίστευτον, δυστυχώς όμως αληθέστατον, ουδεμία επιστημονική επίδοσις και ενέργεια αναφαίνεται καθ’ όλην την μακράν ταύτην περίοδο. Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, νους στείρος και άγονος, μάθησις ως επί το πλείστον ατελής, συνήθως δε επιπόλαιος. Επί πάσι δε, έλλειψις κρίσεως, μεθόδου και καλλιτεχνίας, είναι ο εν γένει χαρακτήρ των Βυζαντινών καθ’ όλους σχεδόν τους κλάδους της επιστήμης εις ούς επιδόθησαν.» [Για αυτό δεν ξέραμε και πώς να τους παρουσιάσουμε στους Ολυμπιακούς του 2004.]
Ενώ ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, εκδότης της εφημερίδας Αθηνά στολίζει τους Βυζαντινούς (το 1857) με τα εξής λόγια: «Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινο νου».
Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
89 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Αγαπητοί Φίλοι και φίλες
Θρακιώτες και Θρακιώτισσες
Πριν από 89 ακριβώς χρόνια ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. 260.000 ανατολικοθρακιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους τις περιουσίες τους τις σοδειές τους, λόγω της εφαρμογής της συμφωνίας των Μουδανιών που παρέδιδε την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους ως αντάλλαγμα της νίκης τους στο μικρασιατικό χώρο. Αν και η Θράκη αποτελούσε για χιλιάδες χρόνια ένα ενιαίο χώρο, μέσα στον οποίο συμβίωναν διαφορετικοί πολιτισμοί, γλώσσες και θρησκείες, μόνο 2 δεκαετίες, ούτε καν μισός αιώνας, χρειάστηκαν για να τριχοτομηθεί και να χάσει την φυσιογνωμία της που κατά βάση χαρακτηρίζονταν για την ελληνικότητα της, όπως παραδέχονται σήμερα η πλειοψηφία των ιστορικών επιστημόνων. Προηγήθηκε το 1885, η βίαιη απόσπαση της Βόρειας Θράκης και η ένταξη της στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος με τις ευλογίες των Ρώσων και πάντα στα πλαίσια του πανσλαβικού εθνικισμού. Στη συνέχεια ήρθε η σειρά της Ανατολικής Θράκης με το οργανωμένο σχέδιο των Νεότουρκων με την καθοδήγηση των Γερμανών. Μάλιστα αυτή η ανατροπή συνδυάστηκε με βία, από καθεστώτα που δεν γεννήθηκαν μέσα από δημοκρατικές-επαναστατικές διαδικασίες, αλλά με μέσα και με μοναδικό στόχο τη βία εναντίον ανθρώπων.
Χρονικά όμως η απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε ήδη από το 1903-4 και εντάθηκε στην διετία 1913-15 όταν ο στυγνός βουλγαρικός ζυγός αντικαταστάθηκε από τις θηριωδίες του τουρκικού στρατού κατά την επανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Είναι η περίοδος του Α΄βαλκανικού πολέμου και η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης από τον βουλγαρικό στρατό. Βασικός στόχος του βουλγαροτουρκικού ανταγωνισμού, ήταν η εξόντωση του ελληνικού στοιχείου, που υπερτερούσε πληθυσμιακά, διότι αποτελούσε το "αγκάθι" για την εδραίωση της βουλγαρικής ή της τουρκικής κυριαρχίας. Ουσιαστικά όμως προετοίμαζαν το κλίμα για την πλήρη φυσική εξόντωση των Ανατολικοθρακών που ολοκληρώθηκε με απόλυτη ακρίβεια το 1922. Όπως και στη Μ. Ασία έτσι και στην Ανατολική Θράκη οι διωγμοί και η έξοδος των Ελλήνων δεν υπήρξαν απλά και μόνο το επιστέγασμα μιας μαζικής και συλλογικής απόφασης προς απλή διεκπεραίωση. Συντελέστηκαν υπό τη μορφή της φυσικής εξόντωσης χωρίς να συνυπολογιστεί ο τύπος των εκτοπισμών, οι συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού στοιχείου στα βάθη της Ανατολίας καθώς και ο αριθμός αυτών που επέζησαν. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες διώχτηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί από τους Νεότουρκους, από την ενδοχώρα προς τα παραθαλάσσια αστικά κέντρα της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου και από εκεί προωθούνταν με ατμόπλοια στα ελληνικά λιμάνια, υπήρξαν σκληρές και απάνθρωπες. Συντελούνταν μέσα σε κλίμα φόβου, πανικού, τρομοκρατίας, διαρκών βιαιοπραγιών και δολοφονικών ενεργειών. Δεν περνούσε μέρα που να μην καταγράφονταν αθώα θύματα, τα οποία συμπλήρωναν τον ατέλειωτο κατάλογο των παθόντων και ολοκλήρωναν την εικόνα της τραγωδίας. Έτσι ο τελικός ξεριζωμός των Ανατολικοθρακών δεν ήταν ένα ξαφνικό γεγονός. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν αφημένοι στη μοίρα του, μια και δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η δυνατότητα ανάπτυξης συλλογικής αντίστασης εκ μέρους τους χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα μετά το 1910 με τη σιωπηρή συναίνεση του ελληνικού κράτους. Το γεγονός εκείνο επηρέασε καθοριστικά το μέλλον τους, διότι δεν διέθεταν την αντίστοιχη πολιτική και εν γένει εθνική οργάνωση των Μακεδόνων. Στην κρίσιμη και αποφασιστική αυτή εποχή το ελληνικό στοιχείο της Ανατολικής Θράκης έχασε όσα ερείσματα του απέμεναν από την εθνική ανασύνταξη του τα έτη 1908-1909 και αποδιοργανώθηκε εντελώς. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης ήταν οι πρώτοι αλύτρωτοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας που υπέστησαν πολύ ενωρίτερα από Μικρασιάτες και Ποντίους τις τουρκικές διώξεις εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων. Τους διωγμούς και τους εκτοπισμούς των Ανατολικοθρακών πληροφορούνταν από ελληνικές εφημερίδες οι Μικρασιάτες αλλά δεν φαντάζονταν ότι σε λίγο καιρό θα επεκτείνονταν και σ' εκείνους.
Για τον πρώτο ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης το βιβλιογραφικό κενό είναι μεγάλο. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη των κενών αυτών, μπορούμε να πούμε με σιγουριά και με βάση την αντιπαραβολή των στοιχείων τα εξής: ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης πριν ξεκινήσουν οι διωγμοί και οι εκτοπισμοί υπολογίζονταν γύρω στις 365.000. από αυτούς πριν από τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο είχαν ήδη εκδιωχθεί 119.938. Στη διάρκεια του παρόμοια τύχη είχαν 96.191, οι οποίοι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Απ' αυτούς επέστρεψαν 50.000 στις γενέτειρες τους καθώς, οι μισοί περίπου πέθαναν από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Παράλληλα στην ενδοχώρα της Αν. Θράκης 15.000 άτομα σφαγιάστηκαν σε επιδρομές Τούρκων ατάκτων στα χωριά.
Το μέγεθος της συμφοράς δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμούς, μόνο. Η πρόσκαιρη απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό το 1920 δεν έδειχνε στα μάτια των ταλαιπωρημένων προσφύγων αλλά και όσων έμειναν στην ενδοχώρα πως το μέλλον τους θα ήταν ήρεμο χωρίς καινούργιους διωγμούς και απελάσεις. Η μικρασιατική καταστροφή οδήγησε στην οριστική έξοδο των προγόνων μας από τις πατρογονικές τους εστίες. Χιλιάδες άνθρωποι από τη Θράκη, μέσα σε 2 μόλις χρόνια έγιναν πάλι πρόσφυγες και κατέληξαν εξαθλιωμένοι σε διάφορες γωνιές του ελλαδικού χώρου και του εξωτερικού. Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο βασανιστική γιατί το κράτος που θα έπρεπε να αναδείξει ένα μέρος αυτής της ιστορικής διαδρομής των προσφύγων στάθηκε απέναντι τους. Από το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 μέχρι τις κατά καιρούς πολιτικές ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας του 1930 δεν λειτούργησε μόνο οικονομικά εις βάρος των προσφύγων αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους είδε να χάνεται το ενδεχόμενο αποζημίωσης των περιουσιών τους, αλλά λειτούργησε ηθικά και πολιτικά σαν το πρώτο μέσο για την εξαφάνιση του προσφυγικού πληθυσμού, όπως και την εξαφάνιση της μνήμης.
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε το πραγματικό αλλά και συμβολικό τέλος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, που συνδέθηκε με την οριστική είσοδο της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών.
Η αποχώρηση από το ιστορικό προσκήνιο της πολυεθνικής, ισλαμικής, προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να επιλύσουν το εθνικό πρόβλημα με την εξόντωση και τον αποκλεισμό των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και να μετατρέψουν βίαια τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε εθνικά Τούρκους.
Η εσωτερική αυτή διαδικασία οδήγησε σε πρωτοφανείς μεθόδους ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος. Μεθόδους που η ανθρωπότητα θα τις συνειδητοποιήσει λίγες δεκαετίες αργότερα με την απόλυτη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Ιστορικό σημείο αφετηρίας είναι το στρατιωτικό πραξικόπημα των Νεότουρκων εθνικιστών το 1908. Η επιλογή της φυσικής εξόντωσης των χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προέρχεται από την προσπάθεια του στρατού να μειώσει την οικονομική ισχύ των «ραγιάδων» επιβάλλοντας τη βίαιη μεταφορά κεφαλαίου από τους χριστιανούς στους μουσουλμάνους, ώστε να κατασκευαστεί μια τουρκική αστική τάξη.
Η νέα οθωμανική αστική τάξη που είχε αναδυθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε προέλθει σε μεγάλο βαθμό από τις ομάδες των ραγιάδων, των παλιών απόκληρων ενός αυταρχικού ισλαμικού κράτους, που αποφάσισε όμως με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ να εκσυγχρονιστεί και να υπερβεί τους παλιούς καταναγκασμούς που απέρρεαν από την ισλαμική υπεροψία.
Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) τα Αχιγένεια εκπαιδευτηρια στη Ραιδεστό, η Ζάπειος σχολή στην Αδριανούπολη κ.ά.
Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838-1922). Αλλες σημαντικές εφημερίδες, η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1922).
Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα κέντρα του στην Κωνσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, την Αδριανούπολη την Ραιδεστό κ.α. και την συνεχή ύπαρξη λόγιας τάξης. Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») και των Θρακομακεδόνων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς.
Παρ’ όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στον μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο και με την Ενωση με την Ελλάδα ή την αυτονόμηση της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Την ίδια εποχή οι Ελληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 4,5 εκατομμύρια και ζούσαν σ’ έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού Βασιλείου βρισκόταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα αναπτυγμένες όπως και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογία βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.
Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα «καταλάβουν» την εξουσία στο Βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.
Ετσι η μοναδική ελληνική αστική τάξη που είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο νεαρό κράτος ήταν αρκετά εσωστρεφής και αυτό είχε αντανάκλαση στην πολιτική διαχείριση των επαναστατικών ελληνικών κινημάτων στα Βαλκάνια (Κρήτη 1866, Μακεδονία 1878). Μόνο η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, που διεκδικούσε προς όφελός του τις μακεδονικές και θρακικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, κινητοποίησε δυνάμεις εντός της Ελλάδας. Ο στόχος ήταν η αποτροπή του νέου αυτού επιθετικού εθνικισμού . Οσον αφορά τις οθωμανικές εξελίξεις η Ελλάδα, μέχρι σχεδόν του πραξικοπήματος των Νεοτούρκων (1908), ακολουθεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τους στόχους των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τομή στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της Ελλάδας, ήταν το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (Γουδί) που ευνόησε την άνοδο στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων αναθέτοντας στον Ελ. Βενιζέλο τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος, προερχόμενος από την επαναστατημένη λίγο καιρό πριν Κρήτη, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιστορική καμπή που διάβαινε ο χώρος της Εγγύς Ανατολής με τη νίκη των ακραίων Τούρκων εθνικιστών και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων.
Αφορμή για την τελική ρήξη του παλαιοελλαδικού πολιτικού κόσμου, του συσπειρωμένου γύρω από τη μοναρχία και τον Κωνσταντίνο, με τον Ελ. Βενιζέλο θα προέλθει με την έξοδο ή όχι της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηδη, πριν ακόμα από την έναρξη του Πολέμου, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει την υλοποίηση του προγράμματος εθνικών εκκαθαρίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη και την Ιωνία. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία βιώνει έναν μεγάλης έκτασης εσωτερικό διχασμό.
Μετά το τέλος του Πολέμου
Επειτα από πολλές παλινωδίες και περιπέτειες, η Ελλάδα θα πάρει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τελικά θα βρεθεί στο στρατόπεδο των νικητών. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Νεότουρκοι ήδη είχαν διαπράξει πρωτοφανή εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Η πολυεθνική Αυτοκρατορία είχε φτάσει πια στο τέλος της. Διαμορφωνόταν πλέον η εποχή των εθνών-κρατών, με βάση πληθυσμιακά, ιστορικά και γεωπολιτικά κριτήρια. Στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πριν του 1914 ανέρχονται στο 20% του πληθυσμού, θα αποδοθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών το 6% του παλιού οθωμανικού εδάφους, ενώ θα εξαιρεθούν περιοχές του μικρασιατικού Βορρά που είχαν υποφέρει σκληρά από τη βία του νεοτουρκικού εθνικισμού. Οι Αρμένιοι αποκτούσαν και αυτοί εθνικό κράτος, ενώ αυτονομία θα απολάμβαναν και οι Κούρδοι.
Το μεγαλύτερο μέρος του παλιού κοινού οθωμανικού σπιτιού μετατρεπόταν πλέον στο έθνος-κράτος των Τούρκων. Οι παράμετροι που θα αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων θα είναι αφενός ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα εκφράσει τον επιθετικό τουρκικό εθνικισμό, και η μοναρχική παράταξη η οποία θα υπονομεύσει το μικρασιατικό εγχείρημα. Παράλληλα η αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα αναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί η στάση της Γαλλίας, της Ιταλίας αλλά και του Βατικανού ακόμα που ανησυχούσαν με τη γεωπολιτική ενίσχυση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με το πρόσχημα της επιβολής της τάξης στην περιοχή. Παρ’ ότι στάλθηκε στην περιοχή για να προστατεύσει τους πληθυσμούς που είχαν υποφέρει από τη βία, κύριο μέλημά του υπήρξε η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομήθηκε από την κεντρική οθωμανική εξουσία και άρχισε τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος πολύ έξυπνα τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat i Mahsusa θα πλαισιώσουν πρώτες το κίνημα αυτό και θα αγωνιστούν για τη σωτηρία τους και για την υλοποίηση των αρχικών σχεδίων που είχαν σταματήσει με τη νεοτουρκική ήττα.
Έτσι οι εσωτερικές αντινομίες του ελλαδικού Ελληνισμού θα οδηγήσουν σε μια ήττα, η οποία καθόλου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη.
Η ακατανόητη απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα φέρει στην εξουσία το αντιπολεμικό και αντιμικρασιατικό, φιλογερμανικό Λαϊκό Κόμμα και τον ανεπιθύμητο για τους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Το μέλλον των Ελλήνων στην Ανατολή το ήξεραν καλύτερα οι ίδιοι οι Τούρκοι εθνικιστές. Η επίσημη εφημερίδα του Κεμάλ στην Αγκυρα έγραφε στις 28 Οκτωβρίου 1920 για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές: «Οι ελληνικές εκλογές θα κρίνουν την τύχη του μικρασιατικού πολέμου. Πτώση του Βενιζέλου σημαίνει και πτώση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία…», ενώ στις διαδηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών στην Αγκυρα κυριαρχούσε το σύνθημα: «Μπιν γιασασίν Μουσταφά Κεμάλ / Γιασασίν Κωνσταντίνος / Καχρολσούν Βενιζέλος» («Πολύ ζήτω στον Μουσταφά Κεμάλ / Ζήτω στον Κωνσταντίνο / Κατάρα στον Βενιζέλο»).
Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, που συνεργάστησε προεκλογικά σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα με το ΣΕΚΕ, είχε πολιτευτεί με συνθήματα όπως «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς», «Αποχώρηση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια διετή πολιτική (Νοέμβριος 1920-Σεπτέμβριος 1922) που θα χαρακτηριστεί από μία προσπάθεια διαρκούς αλλά ανεπιτυχούς απαγκίστρωσης από τη Μικρά Ασία. Τελικά, αντί να οδηγήσει τους στρατιώτες στα σπίτια τους, θα τους οδηγήσει πέρα από την Αλμυρά Έρημο.
Την ίδια στιγμή δεν υπήρχε καμιά μέριμνα για οργάνωση του μετώπου περιμετρικά της Σμύρνης.
Παράλληλα θα αγνοήσει τα αιτήματα των Ελλήνων της Ανατολής. Θα απορρίψει το αίτημα της οργάνωσης «Μικρασιατική Αμυνα» για δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας. Επίσης αγνόησε ολοκληρωτικά τον Πόντο, όπου οι αντάρτες έδιναν εγκαταλειμμένοι τον σκληρό αγώνα ενάντια στον τουρκικό στρατό. Τον Ιούλιο του 1922 προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με την προοπτική αυτή νομοθέτησε (2870/1922) την απαγόρευση της εκκένωσης της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ετσι παρέδιδε συνειδητά τους Ελληνες της Ιωνίας στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Κάτι που έκανε και λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των κεμαλικών, όταν διέταζε τον διαλυμένο ελληνικό στρατό να επιβιβαστεί στα πλοία για να αναχωρήσει και να επιστρέψει «οίκαδε», διατάζοντας τον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη να απαγορεύσει την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα».
Από τα 2,2 εκατομμύρια που ήταν οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα καταμετρηθούν το 1928 ως πρόσφυγες στην Ελλάδα περίπου 1,25 εκατομμύρια. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον συνολικό αριθμό των απωλειών. Κανείς ποτέ στην Ελλάδα δεν προσπάθησε να καταγράψει τα θύματα. Εξάλλου η προσφυγική μνήμη υπήρξε μια απαγορευμένη Μνήμη μέχρι τη δεκαετία του ’80, οπότε οι προσφυγικές οργανώσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έδιναν οι νέες συνθήκες, θα μιλήσουν για όλα αυτά και θα επιβάλουν εν τέλει την ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στο συνολικό εθνικό αφήγημα.
Η Γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποτυχία της Ελλάδας να επιβάλλει τη Συνθήκη των Σεβρών στο τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, οδήγησαν στην οριστική γεωπολιτική υποβάθμιση, στην απώλεια του πλήρους ελέγχου του Αιγαίου, στη μείωση του ελληνικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και πάνω απ’ όλα, στην διαιώνιση μιας προβληματικής δομής που χαρακτηριζόταν -από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους- από την έλλειψη σύγχρονων αστικών στρωμάτων και την πλήρη διαπλοκή των κατά καιρούς δημιουργούμενων ελίτ με το κράτος.
Αναλογιζόμενοι 89 χρόνια μετά την ελληνική αποτυχία στο νου έρχεται η ρήση του Λόιδ Τζορτζ, όταν η Ελλάδα φάνταζε ως η μελλοντική μεγάλη δύναμη στην Αν. Μεσόγειο: ««Τίποτα λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τους Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα».
Όπως και η διαπίστωση του ιστορικού Douglas Dakin : «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστρoφική ήττα.» ( “H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923”, εκδ. ΜΙΕΤ)
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) εκείνη την εποχή κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Οι ανταποκρίσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για την πολιτική των μοναρχικών και του Λαϊκού Κόμματος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έγραψε:
«Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ' αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Μετά την ήττα του Αυγούστου του '22 και την αναχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, η Ιωνία ολόκληρη παραδόθηκε συνειδητά στη σφαγή από τους νικητές.
Η υποχρεωτική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία συνέβη πολύ πριν από τη διακρατική συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών. Εντασσόταν στα σχέδια που είχαν εκπονήσει μια δεκαετία πριν οι Νεότουρκοι, κάτι που ομολογήθηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ πασά κάνοντας έναν απολογισμό τον Αύγουστο του 1923 δήλωσε «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε!»
Οι πρόσφυγες που θα φτάσουν στην Ελλάδα θα συναντήσουν ένα εχθρικό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό το είχαν βιώσει από την πρώτη προσφυγιά (1914-1918), όταν είχαν καταφύγει στην Ελλάδα για να σωθούν από τη Γενοκτονία των Νεότουρκων.
Σε ψήφισμα (άρθρο 7) της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, που απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλάδας, ζητιέται «να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών...». Στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών ανήκαν τότε περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία. Ειδικά όμως στις φιλομοναρχικές ομάδες του πληθυσμού, από την εποχή του Διχασμού είχαν διαμορφωθεί ισχυρά αντιπροσφυγικά στερεότυπα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πογκρόμ κατά των προσφύγων -ως βενιζελικών- που εξαπολύθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1916 από τις πρωτοφασιστικές παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων», που είχαν ιδρύσει οι Δημήτριος Γούναρης και Ιωάννης Μεταξάς. Τον Νοέμβριο του '16, στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφτηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επιστράτων».
Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν επίσης οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Κατά τα «Νοεμβριανά» υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων που είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να «μολύνουν» με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί».
Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: «Από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου "Σωτηρία" Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμός των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.σ. συνοικιακά κέντρα των επιστράτων)».
Ο Π. Πετρίδης αναφέρει «...οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν επειδή ήταν πρόσφυγες: Οι δολοφονίες αποτελούσαν εν ψυχρώ και απρόσωπα εγκλήματα μίσους, το οποίο είχε καλλιεργηθεί συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης. (...) είχε απαλλάξει [η κυβέρνηση] την πρωτεύουσα από αρκετές χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, στέλνοντάς τους να αποδεκατιστούν από την πείνα και τις επιδημίες σ' ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σούδα...» Οι έντρομοι πρόσφυγες από τις οθωμανικές περιοχές θα καταφύγουν στο λιμάνι του Πειραιά όπου: «...η παρουσία του συμμαχικού στόλου και η άμυνα οπλισμένων ομάδων Κρητικών απέτρεψαν τις επελάσεις που σχεδίαζαν οι Επίστρατοι. Ωστόσο πλήθη βενιζελικών και προσφύγων -προοιωνιζόμενοι τις σκηνές που θα ζούσε λίγα χρόνια αργότερα η Σμύρνη- συγκεντρώθηκαν στις αποβάθρες του λιμανιού, φορτωμένοι με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν και ελπίζοντας να βρουν πλοία φυγής....».
Ακριβώς αυτό το μίσος κατά των Ελλήνων της Ανατολής θα διατρέχει όλο το μηχανισμό του Λαϊκού Κόμματος και της φιλομοναρχικής παράταξης για δεκαετίες μετά τη μεγάλη Καταστροφή. Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό, που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη».
Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του «Πρωινού Τύπου», στην εφημερίδα του θα απαιτήσει το 1933 να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Ελληνες. Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικλής Μπουρμπούλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας».
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Πολλά περιστατικά αναφέρονται σε όλη την έκταση της Βόρειας Ελλάδας. Η επαρχία Νέστου δεν ήταν έξω από αυτά. Από την μελέτη των αρχείων της Βουλής διαπιστώνουμε, τη σύγκρουση μεταξύ προσφύγων και ντόπιων για την νομή των βοσκοτόπων για τα ζώα τους.
Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της «Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας» από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι' αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 τη «Συνθήκη» παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Με την ελληνοτουρκική Συνθήκη της Αγκυρας του 1930 αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις μουσουλμανικές περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.
Όλες αυτές οι πολιτικές αποδείχθηκε ότι έγιναν εις βάρος των προσφυγικών πληθυσμών, και μάλιστα πέρασε σε όλες τις πτυχές τις πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι η τραγωδία, ενός σημαντικού και ιδιαίτερης αξίας μέρους του ελληνικού λαού συνδυάστηκε με την καταστροφή και τον ακρωτηριασμό της μνήμης και της ταυτότητας. Όσοι σώθηκαν από τον ακρωτηριασμό της Θράκης, μαζί με τους συγγενείς τους, τις προαιώνιες εστίες τους, τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, τις ανθηρές κοινότητες τους, έχασαν και το δικαίωμα στην ιστορική αναφορά, στην προέλευση και τη μνήμη. Όμως η σιωπή και η λήθη ποτέ δε βοηθά στην αδελφοποίηση και την προσέγγιση των λαών και των εθνών και η παραγραφή των αδικημάτων που υπέστησαν ήταν προϋπόθεση για αυτού του τύπου την ελληνοτουρκική φιλία. «Να ξεχάσουμε» ήταν η παρότρυνση της περιόδου εκείνης.
Ήταν βάρος που έπρεπε ή να εξαφανισθεί ή τουλάχιστον να μείνει χωρίς ουσιαστικό μέλλον και αυτό μπορούσε να γίνει με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του πλούσιου παρελθόντος. Σύντομα ο πρώτος ακρωτηριασμός ακολουθήθηκε και από ένα δεύτερο με τον διασκορπισμό τους σε όλη την Ελλάδα και από έναν τρίτο στη δεκαετία του 1950 και 1960, με τη μετανάστευση σε όλο τον κόσμο.
Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η τάση αυτή εντάθηκε και μάλιστα οι Θρακιώτες την έζησαν ακόμη πιο έντονα, αφού η περιοχή που απέμενε τελικά στην Ελλάδα μετά την τριχοτόμηση της ενιαίας Θράκης, μετατράπηκε σε περιθωριακό χώρο όπου τα στρατιωτικά-οχυρωματικά έργα ήταν τα μοναδικά απαραίτητα. Η Θρακική παράδοση και ιστορία περιοριζόταν σε δύο-τρεις χορούς και τραγούδια από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η Θράκη ήταν γνωστή ως τόπος εξορίας για ανεπιθύμητους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς. Η πολιτική αυτή ήθελε τη Θράκη παραμεθόρια περιοχή, τόπο συνόρων και εξορίας. Το «θα σε στείλω στον Έβρο» πέρασε από τον κινηματογράφο μέχρι τη λογοτεχνία.
Η μεταπολίτευση άνοιξε έναν άλλο κύκλο ο οποίος όμως, κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ περιορισμένος πολιτισμικά και πολιτικά. Το μοντέλο δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, γι' αυτό και υπήρχε η μεγάλη φυγή της νεολαίας από τα σωματεία. Δεν μπορούσε να προσελκύσει την τρίτη γενιά παρά μόνο σε ένα μικρό κομμάτι του προσφυγικού πολιτισμού.
Το 1989 μετά την αλλαγή των δεδομένων στην ανατολική Ευρώπη δημιουργήθηκε μία νέα πραγματικότητα και στη Θράκη. Μάλιστα αυτό συνδυάστηκε και με το γεγονός πως συλλογικοί θεσμοί των Θρακών και ερευνητές της δεύτερης και τρίτης προσφυγικής γενιάς ανέδειξαν τα ζητήματα της προσφυγιάς των ανταλλάξιμων περιουσιών και της γενοκτονίας. Προσπάθεια, η οποία παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες, συνεχίζεται. Οι Θρακιώτες έχουν επιπλέον λόγους για να αναδείξουν και τα υπόλοιπα κομμάτια της ιστορίας τους, αφού μία σειρά από αιτίες δεν άφηναν το Θρακικό πολιτισμό να αναπνεύσει. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η μεγάλη μετανάστευση της δεκαετίας του 1960 προς τη δυτική Ευρώπη -κυρίως προς την τότε δυτική Γερμανία- αλλά και προς το εσωτερικό της Ελλάδας, δημιούργησαν καταστάσεις ασφυξίας.
Έτσι σήμερα ολοένα και περισσότεροι Θρακιώτες, σύλλογοι και φορείς κατανοούν πως δεν επιτρέπεται από εμάς τους ιδίους καταρχήν να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια απέναντι σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα από όπου και αν προέρχεται. Η τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της ιστορίας, άστοχη κατά την γνώμη μου, ήταν ίσως κι' ένας απ' τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Ναι να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε και όχι να κρύβουμε, όλα αυτά που συνέβησαν σε βάρος των προγόνων μας και που ζητούν μετά τόσα χρόνια δικαίωση.
Καθημερινά διαπιστώνουμε την κρίση του πολιτικο-οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Αυτό και μόνο το γεγονός κάνει τις κυρίαρχες δυνάμεις να εφευρίσκουν συνεχώς νέα ιδεολογικά σχήματα μέσα από τα οποία θέλουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση πως ζούμε σε ένα χρόνο και μία ιστορική εποχή χωρίς παρελθόν. Προχωρούν δε ακόμη περισσότερο αξιοποιώντας την τεχνολογική και επιστημονική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών λέγοντας πως ότι συμβαίνει στα σημερινά χρόνια είναι κάτι πρωτόγνωρο και αμετάκλητο και πως το παρελθόν δεν έχει τίποτα να μας διδάξει. Όταν όμως κάτω από την πίεση για αναψηλάφηση γεγονότων όπως γενοκτονίες, διωγμοί, εθνοκάθαρση πληθυσμιακών ομάδων ή την επιμονή μεγάλων ή μικρών πληθυσμιακών ομάδων να καθορίσουν την ταυτότητα τους και την πορεία τους μέσα στο χρόνο, αναγκάζονται να συνηγορήσουν μέχρι ενός σημείου, καταφεύγουν στη δημιουργία τόπων και επετείων μνήμης με μοναδικό πάντα στόχο τον πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο, όπως και τον έλεγχο της ίδιας της μνήμης πολύ δε περισσότερο να καλλιεργήσουν την λήθη.
Για αυτό και υπήρξαν οι αναζητήσεις και οι διεκδικήσεις, ειδικά από την τρίτη γενιά των προσφύγων που ανέδειξαν κάποιες ψηφίδες του μεγάλου ψηφιδωτού του περιφερειακού Ελληνισμού που καταστράφηκε. Σε αυτούς τους λίγους και θέλω να πιστεύω πως σε λίγα χρόνια θα είμαστε πλειοψηφικό ρεύμα, έμελε να παλέψουν ενάντια στη επίθεση που γίνονταν όλα αυτά τα χρόνια στην μνήμη μας στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Διότι η πάλη του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι η πάλη της μνήμης κατά της λήθης» .
Η σημερινή εκδήλωση είναι από μόνη της ένα πολύ σημαντικό γεγονός για όλο τον θρακιώτικο ελληνισμό όπου γης. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να αποτελέσει στην πορεία του χρόνου μια απλή επετειακή εκδήλωση, αποστεωμένη και με κίνδυνο να προστεθεί δίπλα σε όλες τις άλλες παρόμοιες επετείους. Παρόλα αυτά θέλω να πιστεύω πως θα αποτελέσει μία αρχή ένα ξεκίνημα για την οργάνωση εκδηλώσεων πολύπλευρων που θα έχουν σχέση με όλα τα θέματα που απασχολούν σήμερα εμάς τους Θρακιώτες. Κυρίως όμως προέχει να προβάλουμε την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011
Μια κοινωνία σε κρίση-Καταθλιπτικές και υστερικές αντιδράσεις-Αρθρο του Βασίλη Κρεμμυδά στα ΝΕΑ
Η οικονομική κρίση, η δική «μας», μπαίνει στον τρίτο χρόνο (να και κάτι που δεν μπορείς να πεις «ζωή να 'χει» κι ας ξέρεις ότι θα 'χει!) επιδεινούμενη. Ολα εξαρτώνται από όλους και από όλα- τι θα πει η κ. Μέρκελ, τι θα πει ο κ. Σαρκοζί και οι άλλοι, Μπαρόζοι, Ρομπάηδες και πάει λέγοντας: ανίκανοι όλοι να βγάλουν την Ευρώπη από την κρίση- πολιτικοί μικρού διαμετρήματος σε συσσώρευση. Για τους δικούς μας διαχειριστές της κρίσης δεν θέλω να πω τίποτε τώρα. Γνωστά πράγματα.
Κάτι άλλο, που αυτό κι αν είναι γνωστό, είναι ότι τα εισοδήματα έχουν συρρικνωθεί σε βαθμό απίστευτο, ιδιαίτερα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων- τώρα μάλιστα με τη νέα καταιγίδα μέτρων θίγονται βαθιά και οι μεσαίες τάξεις, ώστε είναι αμφίβολο αν απομένει ένα 15% των Ελλήνων που δεν θίγονται - εδώ, ο ένοχος είναι άφαντος, σαν τον Ψωμιάδη, με ευθύνη της πολιτικής εξουσίας. Ασφαλώς το ελληνικό κεφάλαιο, εκτός που είναι και «μαύρο», έχει ιδιομορφίες: στον μεγαλύτερο ίσως όγκο του ανήκει σε εφοπλιστικές επιχειρήσεις- αυτό πάλι έχει την ιδιομορφία να μπορεί να φύγει, να κινείται με τις λεγόμενες σημαίες ευκαιρίας και να ανήκει θεσμικά στους, λεγόμενους επίσης, φορολογικούς παραδείσους. Λέγεται ότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο χρωστάει στο ελληνικό κράτος από ΦΠΑ 6 δισεκατομμύρια ευρώ• όσα δηλαδή λείπουν σήμερα από τον κρατικό προϋπολογισμό και προκάλεσαν την τελευταία καταιγίδα μέτρων που μας εξουθενώνουν όλους!
Ιδιομορφίες του ελληνικού κεφαλαίου τα είπα αυτά- δεν πειράζει - πείτε τα εσείς όπως θέλετε. Και εγώ θα θυμίσω πάλι κάτι που λέγεται: τα ελληνικά κεφάλαια που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού είναι 600 δισεκατομμύρια ευρώ- όσα δηλαδή δύο ετήσιοι κρατικοί προϋπολογισμοί ή δύο φορές το δημόσιο χρέος της χώρας• οι κυβερνώντες γιατί δεν μας μίλησαν ποτέ γι' αυτά τα ποσά; Είναι αληθινά ή έχει ξεσαλώσει το «ράδιο αρβύλα»;
Ασφαλώς «λεφτά υπάρχουν»- μόνο που όταν τα πλησιάζει ο φοροεισπράκτορας έχουν και αυτά την «ιδιομορφία» να βγάζουν φτερά και να πετάνε! Και η κοινωνία; Η κοινωνία, στην οποία φαίνεται δεν ανήκουν οι «έχοντες και κατέχοντες» οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, γελάνε κάθε φορά που ανακοινώνεται ότι θα δημοσιοποιηθούν τα ονόματά τους, εξουθενώνεται, λειτουργεί ως διαρκές υποζύγιο, έτοιμο να σωριαστεί κατά γης από το υπερβολικό βάρος που κουβαλάει.
Δεν έχει παρά να κάνει κανείς μια βόλτα σε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας και των συνοικιών• δεν θα δει ανθρώπους να συζητούν και να γελούν, πάνε τα γέλια από τους δρόμους, τα κεφάλια είναι σκυμμένα, τα πρόσωπα σκυθρωπά• η χαρά έχει εξαφανιστεί.
Υπάρχει όμως και άλλο, πιο ενδιαφέρον και πιο σημαντικό- έχει συρρικνωθεί ο δημόσιος χώρος- οι άνθρωποι κλείστηκαν στο σπίτι τους. Κοιτάξτε τα καφενεία και τις ταβέρνες- ελάχιστες παρέες, πουθενά συζητήσεις- πού ακούστηκε στο καφενείο να μην ακούς από πουθενά συζητήσεις για την κρίση; Ποιος ξέρει πόση πίκρα έχουν καταπιεί οι άνθρωποι και δεν μπορούν ούτε να ακούνε τη λέξη κρίση;
Και οι ψυχίατροι κάνουν χρυσές δουλειές!
Μήπως όμως αυτό είναι η απόδειξη μιας ολόκληρης πραγματικότητας;
Αυτή είναι η αντίδραση- ο φόβος και ο προθάλαμος της κατάθλιψης. Και αυτή είναι η αντίδραση, δηλαδή η ανικανότητα να αντιδράσεις. Μερικές ομάδες μόνον κοινωνικές, εύπορες, κατά κανόνα, όπως οι ιδιοκτήτες ταξί, φορτηγών κ.λπ. αντιδρούν με υστερικό και αντικοινωνικό τρόπο- διαχωρίζουν τη θέση τους από την υπόλοιπη κοινωνία, που μοιάζει σαν να την περιφρονούν! Αυτό είναι για την κοινωνία ένα κατάντημα.
Σωστά λένε πολλοί ότι όταν τελειώσει η κρίση θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια κοινωνία που σε τίποτα δεν θα μοιάζει με αυτήν που ξέραμε πριν από την κρίση. Καλύτερη; Αμφιβάλλω. Ορισμένα χαρακτηριστικά που κρατούν τους πολίτες στη θέση του κοινωνικού υποκειμένου φοβούμαι ότι δύσκολα θα χωράνε στη νέα κοινωνία.
Και ακόμη περισσότερο φοβούμαι μήπως προκύψει μια κοινωνία με άτομα ανταγωνιστικά σε «εμπόλεμη» κατάσταση - και συμπεριφορά - το ένα με το άλλο. Θα υπάρχει άραγε σε μια τέτοια κοινωνία το ύψιστο αγαθό της κοινωνικής ηθικής;
Βλέπουμε καθημερινά το έλλειμμα συμμετοχής. Οργανώνουν τα συνδικάτα πορείες στο Κέντρο της Αθήνας και συμμετέχουν όλο και λιγότεροι- κηρύσσουν τα συνδικάτα απεργία και οι εργαζόμενοι δεν απεργούν- πολλοί ούτε το μαθαίνουν καν ή το μαθαίνουν και φροντίζουν να το ξεχάσουν γρήγορα.
Οι συλλογικότητες έχουν τελειώσει- οι ηγεσίες έχουν πλήρως απαξιωθεί- όλες. Ολα έχουν απαξιωθεί. Κανείς δεν πιστεύει κανέναν και τίποτα. Κανένας δεν ελπίζει σε τίποτα.
Απ' αυτά τίποτε δεν είναι καλό- η απαξίωση των πάντων είναι επικίνδυνη και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τι προμηνύει.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση οι εξουσίες - όλες - έχουν πετύχει κάτι πολύ σημαντικό: να μην υπάρχει σε καμιά περίπτωση πανικός - αυτός θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην πτώχευση με καταστρεπτικές συνέπειες. Δεν πρόκειται για απάθεια της κοινωνίας, των ανθρώπων. Πρόκειται για ένα είδος εσωτερίκευσης του πανικού- τον καταπίνουμε. Κατάπιε, κατάπιε όμως!..
Δευτέρα 23 Μαΐου 2011
ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΤΖΟΛΟΒΕΚ)
Πριν από λίγα χρόνια ο Ιωαννίδης Γεώργιος, γιός του Αναστάς Ιωαννίδη από το χωριό Παράδεισος Καβάλας, ήρθε στο ιατρείο κρατώντας στα χέρια του ένα τετράδιο.
«Είναι οι αναμνήσεις του πατέρα μου γιατρέ», μου είπε βαθειά συγκινημένος και επειδή ξέρω πως γράφεις βιβλία θεώρησα πως μόνο εσύ θα μπορούσες να το αξιοποιήσεις και να τιμήσεις όπως θα έπρεπε τον πατέρα μας. Συνέχισε να λέει πως «ήρθαν πολλοί γι’ αυτό το βιβλίο, άλλοι θέλησαν να πληρώσουν τον γέρο( έτσι τον χαρακτήριζε ο ίδιος), ήρθαν στρατιωτικοί, πολίτες διάφοροι, το διάβασαν αλλά ποτέ δεν είδαμε κάτι γραμμένο σε ένα περιοδικό σε μία εφημερίδα ή σε ένα βιβλίο».
Το πήρα στα χέρια μου συγκινημένος όχι για τα καλά του λόγια, αλλά επειδή για πρώτη φορά στα χέρια μου είχα μία προσωπική μαρτυρία καταγραμμένη από τον ίδιο για το αντάρτικο του Πόντου. Αν και δεν είμαι Πόντιος στην καταγωγή, ασχολούμαι περισσότερο με την συγγραφή βιβλίων για τη Θράκη λόγω καταγωγής, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο μου από το Γιώργη Ιωαννίδη, με ανάγκασε να δεχτώ και κατ’ επέκταση να ασχοληθώ με τις καταγραμμένες αναμνήσεις του Αναστάς ή Τζολοβέκ. Στο πρώτο ξεφύλλισμα του τετραδίου, που έγινε αυθημερόν έμεινα εμβρόντητος από την καθαρή γραφή του. Όπως με πληροφόρησε ο Γιώργης ήξερε να γράφει ελληνικά, τουρκικά και οθωμανικά. Σπάνιο για την εποχή του. Αυτό το διαπίστωσα αμέσως ανατρέχοντας στις σελίδες του τετραδίου όπου και διαπίστωσα πως στις σελίδες 90, 98,99,127, είχε κείμενα στην οθωμανική γραφή, αμέσως από κάτω στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες και πιο κάτω εξηγούσε στα ελληνικά τα κείμενα αυτά.
Ποιος είναι όμως ο Αναστάς Ιωαννίδης ή Τζολοβέκ. Γεννήθηκε στα 1896 στο μαχαλέ Κιρπιγικλάρ της κοινότητας Κουρού Κοκτζέ- (Kurugökçe) της περιφέρειας Σαμψούντας. Το χωριό βρίσκετε λίγα χλμ από τον παραλιακό δρόμο Σαμψούντας (Samsun)-Μπάφρας(Bafra). Ορεινό χωριό σκαρφαλωμένο σε μία πλαγιά του βουνού Κεμπζέν νταγ της οροσειράς Canik Daĝları.
Από μικρός δούλευε μαζί με τα αδέλφια του στις δουλειές της οικογένειας, το μυαλό του όμως ήταν συνεχώς στο σχολείο και στο διάβασμα. Όταν ήταν στην Δ’ τάξη του σχολείου, ήρθε στο χωριό τους εκπρόσωπος από την μητρόπολη Σαμψούντας, που καλούσε τα παιδιά αν θέλουν να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους στα σχολεία της πόλης. Άρα το σχολείο του χωριού ήταν ένα κοινό Γραμματοδιδασκαλείο. Αυτός πήρε την απόφαση να πάει στην πόλη και μία νύχτα έφυγε κρυφά από το σπίτι του. Από μικρός έδειχνε πως ήταν ανήσυχο πνεύμα. Όταν οι αδελφοί του μετά από λίγες μέρες τον βρήκανε έξω από το σχολείο της πόλης και του ζήτησαν να επιστέψει στο χωριό και στα ζώα της οικογένειας αυτός τους αντέταξε πως θα επιστρέψει μόνο αν τον αφήσουν να παρακολουθεί τα μαθήματα έστω του τουρκικού σχολείου. Τα αδέλφια του δέχτηκαν σκεπτόμενοι μάλλον πως γρήγορα θα εγκατέλειπε το σχολείο. Όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο, όχι μόνο ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά παράλληλα έμαθε και τα ελληνικά αυτοδίδακτος.
Τα επόμενα χρόνια τόσο στο αντάρτικο όσο και στις επαφές του με τούρκους αξιωματούχους ήταν αυτός που γνωρίζοντας πολύ καλά τόσο την οθωμανική γραφή όσο και τα τουρκικά λαϊκά και λόγια ήταν ο αποκλειστικός συζητητής και διαπραγματευτής όταν χρειάζονταν να μεσολαβήσει μεταξύ των τουρκικών και ανταρτικών δυνάμεων. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές όπως αυτός ήθελε διότι τον Αύγουστο του 1914 κηρύχτηκε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος ή γνωστός ως ευρωπαικός. Η οθωμανική κυβέρνηση τάχθηκε στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων. Με εντολή τους καλεί γενική επιστράτευση όλων των υπηκόων της, ανάμεσα τους παρουσιάζετε ο 18χρονος τότε Αναστάς Ιωαννίδης, στρατιωτικής κλάσης 1312. Μαζί με τον παιδικό του φίλο τον Λευτέρ του Κουπλάρ παρουσιάζονται στο Σουπέ ( ), όπου και γράφτηκαν στις καταστάσεις στρατευσίμων. Μέσα στο Σουπε γνώρισε την πρώτη προσβολή από τούρκο αξιωματούχο. Δεν άντεξε αντέδρασε, τυχερός όμως διότι εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένας Τούρκος ο οποίος ήταν φυγόδικος 9 φορές κατά σειρά σε κλήσεις στρατευσίμων. Τον ίδιο και τον φίλο του τους έστειλαν συνοδεία χωροφυλάκων στο Τζιμπίζ-χαν, όπου και έμειναν μέχρι αργά το βράδυ. Τα μεσάνυχτα ψάχνοντας να βρουν τρόπο να φύγουν βρήκαν μία τρύπα και έφυγαν, τους ακολούθησε και ένας Μπάφραλης ο Κύριλλος. Σε δύο μέρες έφτασαν στο Καπατούζ, στο δρόμο όμως ο φίλο του αρρώστησε και αναγκάστηκε να τον πάει στο σπίτι του. Από τους φευγάτους ήταν και ένας γείτονας του ο Στυλιανός Γεωργιάδης. Μαζί του και με ένα δίκανο στο χέρι βγήκαν στα βουνά. Τρείς μήνες γύριζαν από βουνό σε βουνό. Αυτό το διάστημα χωροφύλακες πήγαν στο χωριό και έβγαλαν ανακοίνωση να επιστρέψουν οι φευγάτοι να μην φοβούνται πως θα υπηρετήσουν αλλά θα πάνε στο Ερζερούμ να κάνουν τις δουλειές των στρατιωτών που άφησαν πίσω τους ως ζευγαράδες. Η κοινότητα παρέδωσε 96 ονόματα φυγόστρατων, τους οδήγησαν στην παραλία, όπου τους αλυσόδεσαν ανά δύο. Ο διοικητής χωροφυλακής ξέχασε την υπόσχεση του και με μία αναφορά του προ τους ανωτέρους του έγραψε πως όλοι τους πιάστηκαν στα βουνά μετά από πόλεμο και έτσι οδηγήθηκαν ξανά στο Σουπέ, όπου έμειναν 25 μέρες, χωρίς ύπνο. Μία μέρα την βδομάδα τους επέτρεπαν να κοιμηθούν, τις υπόλοιπες όλοι τους θα υποστούν βασανιστήρια κυρίως ξυλοδαρμό. Μία μέρα βρέθηκε μία λίμα στο θάλαμο τους. Την βρήκε ένας Τούρκος και την παρέδωσε στον αξιωματικό. Αυτός πήγε αμέσως στο θάλαμο των κρατουμένων και ζήτησε να μάθει ποιος τους έφερε την λίμα απέξω. Όλοι μαζί με ότι δύναμη του είχε μείνει από τον καθημερινό ξυλοδαρμό φώναζαν πως δεν ήξεραν τίποτα για την λίμα. Τότε κάλεσε την πρώτη εξάδα κρατουμένων να τους φέρουν στο δωμάτιο υπηρεσίας του αξιωματικού. Παρά τις παραινέσεις τους απειλούσε πως θα τους σκοτώσει όλους αν δεν του έδιναν ένα όνομα. Όλοι μαζί του απάντησαν: «κύριε λοχαγέ πιόνα να κάνουμε ιφτιρά (συκοφαντία), ποιανού στο αίμα να στρίψωμεν ψωμί με τα ψέματα». Ο λοχαγός θύμωσε πολύ και τότε πετάχτηκε ο Αναστάς και με παρρησία του λέει: «βλέπομεν ότι θα μας σκοτώσετε, αλλά δεν υπάρχει νόμος της κυβέρνησης που να λέει πως πάνω από 24 ώρες ούτε ζώο απαγορεύετε να μείνει και εμείς 20 μέρες είμαστε δεμένοι». Γύρισε προς τους συντρόφους του και τους κάλεσε να ξαπλώσουν μπροστά στον αξιωματικό και «αν είναι να τους σκοτώσει ας τους σκοτώσει». Ήταν η πρώτη αντίσταση έστω και με αυτή τη μορφή του Αναστάς απέναντι στην βία της οθωμανικής εξουσίας. Επέστρεψαν στο θάλαμο τους και σε 5 μέρες τους ανακοίνωσαν πως θα τους έστελναν στο Σιβάζ. Τους έβγαλαν στο προαύλιο της φυλακής και τους ανάγκασαν να γονατίσουν. Όσο ήταν γονατιστοί είδε με την άκρη του ματιού του την γυναίκα του να τον πλησιάζει κρατώντας στο χέρι της ένα πιάτο γιαούρτι, και σε μία πετσέτα πίτα τυλιγμένη. Τα άφησε μπροστά του και τραβήχτηκε πίσω. Κατάφερε με το αριστερό του χέρι τα τράβηξε κοντά του μια και το δεξί του ήταν δεμένο στο αριστερό του Κουρουγιωργινήν Αναστάς. Αυτό το φαγητό ήταν το τελευταίο που θα έβλεπε από τα χέρια της γυναίκας του, που λίγο πιο πέρα έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν πρόλαβε να βάλει το κουτάλι στο στόμα του και να γευτεί το γιαούρτι και την πίτα, όταν τον πλησίασε γρήγορα ένας χωροφύλακας βρίζοντας αυτό και την γυναίκα του. Ο Αναστάς δεν άντεξε, το αίμα του έβραζε από θυμό και με μία κίνηση πέταξε το πιάτο τα μούτρα του χωροφύλακα. Γέμισε το πρόσωπο του αίματα. Είδαν την φασαρία οι άλλοι χωροφύλακες τρέξανε κοντά τους και ήταν έτοιμοι να τον ξυλοφορτώσουν αλλά στάθηκε τυχερός διότι αντιλήφθηκε το γεγονός ένας αξιωματικός και τους ζήτησε να μάθει τι συνέβη. Μόλις έμαθε τα ακριβή γεγονότα, θύμωσε πολύ τον χτύπησε άσχημα και μετά διέταξε τους χωροφύλακες να τον πάνε στο νοσοκομείο. Δεύτερη μέρα του Πάσχα του 1915, δόθηκε διαταγή να ετοιμαστούν για νέα πορεία και πως θα τους οδηγούσαν στο Τζιμπίζ χαν. Πλάγιασαν δίχως φαγητό και νερό και την άλλη μέρα τους οδήγησαν στη Κάβζα (Havza). Όλους μαζί τους έβαλαν σε ένα δωμάτιο όπου με δυσκολία μπορούσαν να κουνηθούν, που λόγος να κοιμηθούν. Από την Κάβζα τους οδήγησαν στην Αμάσεια συνοδεία ιππέων χωροφυλάκων. Κάθε μέρα άλλαζαν τους χωροφύλακες. Πέρασαν τον ποταμό Θερς αχάν και το βράδυ έφτασαν στο Καρακολ και από εκεί στο Αλεβού τους οδήγησαν στο χάνι. Εκεί του παρέλαβε ένας ενωμοτάρχης Κούρτ(ασάρ Κιουρτιού). Είχε στα χέρια του ένα χοντρό ξύλο και τους υποχρέωνε να περάσουν ένας- ένας να περάσουμε από μπροστά του. Όλους τους χτυπούσε δυνατά ο Αναστάς δεν κατάλαβε πόνο διότι ήταν ήδη άρρωστος. Όπως ήταν ζαλισμένος από τον πόνο ξάπλωσε δίπλα σε μία κριθαρόκασα, ακούγοντας τον άγριο Κούρτ να βλαστημά συνεχώς και να απειλεί πως θα τους σκοτώσει αμέσως όλους αν τον επέτρεπαν οι ανώτεροι του. Γύρισε με ορμή και χτύπησε τον Αναστάς στο κεφάλι. Έπεσε κάτω σαν πεθαμένος, φοβήθηκε πολύ ο Κιούρτ, φώναξε τους χωροφύλακες να τον συνεφέρουν. Το πρωί αλλάχτηκαν 7 έφιπποι χωροφύλακες και πήραν το δρόμο για την Αμάσεια. Τους οδήγησαν στην φυλακή που βρίσκονταν στην άκρη του ποταμού όπου και συνάντησε ένα φίλο του τον Γιουβάν Τσαβούζ Χίντιζογλου, δεμένο με μία χοντρή αλυσίδα 18 οκάδων από το λαιμό και από τα πόδια. Τους πλησίασε τρικλίζοντας για να τους εμψυχώσει: «παιδιά μην στεναχωριέστε οι άνδρες πάνε φυλακή και δεν είναι σαν τους Τούρκους που παίρνουν τις γυναίκες και τι πάνε στα βουνά», ταυτόχρονα έβριζε παθιασμένα τους Τούρκους που δεν τον πλησίαζαν από φόβο. Όπως ήταν μαζεμένοι ήρθε ένας λοχίας τους ρώτησε αν κάποιος ήταν άρρωστος. Βγήκε μπροστά ο Αναστάς είπε πως ήταν άρρωστος. Ο λοχίας έφερε ένα σφυρί γα να σπάσει την αλυσίδα και ταυτόχρονα έβριζε και βλαστημούσε. Μόλις έφυγε φώναξε ένα Τούρκο του έδωσε 5 γρόσια για να του φέρει 1 οκά γιαούρτι και μία οκά ψωμί. Πράγματι σε λίγο επέστρεψε με ότι του ζήτησε και του επέστρεψε τα ρέστα. Παραξενεύτηκε ο Αναστάς για την καλοσύνη του, αλλά του τα έδωσε σαν μπαχτσίς. Ο Τούρκος πετούσε από τη χαρά του διότι το μεροκάματο στην Αμάσεια ήταν 2 ½ γρόσια και ο γκιαούρης του έδινε 4 γρόσια τόσα πολλά χρήματα για αυτόν. Στο νοσοκομείο μπήκε σε ένα θάλαμο όπου για καλή του τύχη τον επισκέφτηκε ένας γνωστός του γιατρός ο Νισάν εφέντης, γνωστός και οικογενειακός φίλος. Αφού εξέτασε τον Αναστάς τον μετέφερε σε άλλο νοσοκομείο, σε ένα αρμένικο σπίτι διώροφο. Όπως έμαθε αργότερα είχαν σκοτώσει τους ιδιοκτήτες, το σπίτι μετατράπηκε σε νοσοκομείο. Εκεί παρέμεινε 6 μέρες, μέχρι που τον εξέτασε και ένας ανώτερος στρατιωτικός γιατρός, που για καλή τύχη του Αναστάς ήταν φίλος του Νισάν εφέντη. Την έκτη μέρα ο γιατρό του έδωσε άδεια να πάει στους γονείς του, μάλλον επειδή ο μεγάλος αδελφός του ήταν στον πόλεμο στο Σιβάζ, όπως και λίγο αργότερα έστειλαν και τον μικρό αδελφό του. 24 Απριλίου 1915 ξεκινούσε η άδεια του Αναστάς για 45 μέρες. Φεύγοντας από τη φυλακή, με άμαξα ενός Έλληνα ταξιδέψαν για Σαμψούντα. Ο Αναστάς έμεινε στην Σαμψούντα για να δει τον γαμπρό του το Γιάνκο Αμπατζή, πλήρωσε μία χρυσή λίρα τον αγωγιάτη που ήταν Μπάφραλης και λέγονταν Κιουρτζή Χιλμιτζεγης. Μία βραδιά έμεινε στον γαμπρό του και την άλλη μέρα πήρε το δρόμο για το χωριό του. Μόλις πέρασε από το καφενείο του Κουρού παλίτ βλέπει από μακριά από την παραλία να έρχεται μία γυναίκα με το άλογο της. Όταν συναντήθηκαν οι δύο άμαξες είδε πως η γυναίκα αυτή ήταν η σύζυγος του. Κατέβηκε από την άμαξα και αφού αγκαλιαστήκαν ξεκίνησαν για το Ντερέκιοϊ. Όταν έφτασαν στο χωριό η θεία του η Κερεκεία Σαλμανκιζή με τα γιατροσόφια της τον έκανε καλά. Ένα μήνα έμεινε στο σπίτι κατάκοιτος. Μετά με τον φίλο και σύντροφο του Στυλιανό Γεωργιάδη ανταμώθηκαν κρυφά και αποφάσισαν να φύγουν στα βουνά. Γύριζαν μήνες μαζί με άλλους κλέφτες που αντάμωσαν πάνω στα βουνά. Ο Λευτέρ Σαβρόγλου και ο Αντώνης από την παρέα μου αποφάσισαν να φύγουν για την Τραπεζούντα, που βρίσκονταν στα χέρια των Ρώσων. Μετά από λίγες μέρες ο Βασίλ-Ουστά και ο Αντώνης πήρανε πολεμοφόδια από ένα Ρωσικό θωρηκτό και τα έκρυψαν σε ένα δάσος κοντά στο Κουμτζουάζ. Αφού τα έκρυψαν καλά πήγαν στο χωριό Κερτμέ, έμειναν μία βραδυά και την άλλη μέρα έζεψαν ζώα πήγαν στο δάσος για να πάρουν τα πολεμοφόδια. Όταν επέστρεφαν στο Κερτμέ τους αντιλήφθηκε ο τουρκικός στρατός και ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ τους. Τελικά κατάφεραν να σώσουν τα πολεμοφόδια, τα πήγαν στο χωριό Κατατούζ, όπου μαζεύτηκαν όλοι οι αντάρτες της περιοχής και τα μοιράστηκαν. Τρείς ώρες πολεμούσαν ο Βασίλ Ουστάς και ο Αντώνης τους Τούρκους. Δύο αξιωματικοί με πολλούς στρατιώτες κατάφεραν να τους περικυκλώσουν και ήταν έτοιμοι να τους σκοτώσουν όταν η γυναίκα του Βασίλ Ουστά που ήταν έξω από το σπίτι της, μόλις είδε πως θα χάσει τον άνδρα της, πήρε ένα όπλο και σκότωσε τους δύο αξιωματικούς. Μαζί με τον άνδρα της έφυγαν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους αντάρτες στα βουνά. Οι Τούρκοι επειδή δεν μπορούσαν να βρουν τους αντάρτες άρχισαν να μαζεύουν από τα χωριά Καρακόζ, Πιτλί Κελίκ, Γιαρίμτζα, Σεπετλί, Κουρου Κογκτζέ, Ζιρθίς Ουσαλί. Σιμιονλάρ, Καρεστζελέρ τους ανθρώπους, έκαψαν τα σπίτια τους και τους οδήγησαν στην εξορία.
Οι αντάρτικες δυνάμεις στην περιοχή ενισχύονταν πλέον από όλο και περισσότερους άνδρες που ήθελαν με αυτό τον τρόπο να αντισταθούν στις θηριωδίες των Τούρκων. Σχεδόν καθημερινά οι αντάρτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα περισσότερο για εκφοβισμό των ανδρών της χωροφυλακής.
Ένα από αυτά τα επεισόδια που τα περιγράφει με γλαφυρό τρόπο είναι αυτό της ληστείας μίας ταχυδρομικής άμαξας, που συνοδεύονταν από δύο χωροφύλακες. Χωρίς να πειράξουν τον αμαξά, σκότωσαν τους δύο χωροφύλακες πήραν τα όπλα του και τις δύο ταχυδρομικές σακούλες και έφυγαν για το Κουρουκογκτζέ. Όταν άνοιξαν τους σάκους δεν ήξεραν τι είχαν μπροστά τους. Δεν γνώριζαν πως αυτά τα χαρτιά ήταν τα καινούργια χρήματα που είχε βγάλει η τουρκική κυβέρνηση και τα πυροβολούσαν για να περάσει η ώρα του. Σκέφτηκαν να κατέβουν στο χωριό τους και έξω από κάθε πόρτα κολλούσαν και από ένα χαρτί. Ο πρόεδρος του χωριού, Αντώνογλου Σάββας έλειπε στην Σαμψούντα, όπου άκουσε πως αντάρτες πήραν τα χρήματα του ταχυδρομείου. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν αντάρτες από το χωριό, επέστρεψε αμέσως πίσω για να προλάβει το κακό από τους εξαγριωμένους Τούρκους χωροφύλακες. Πριν προλάβουν να μπουν οι χωροφύλακες στο χωριό έβαλε την γυναίκα του και μάζεψε όλα τα χαρτονομίσματα που ήταν κολλημένα στις πόρτες των σπιτιών. Όταν μπήκε στο χωριό με μία μεγάλη ομάδα χωροφυλάκων ο εκατόνταρχος Κόρογλου Νουρί πήγαν απευθείας στο σπίτι του προέδρου. Οι αντάρτες που λήστεψαν την ταχυδρομική άμαξα ήταν όλοι από το χωριό, ο Ντελί Αντών Κιβράχ, ο Λευτέρ Κουλπάρ, ο Λευτέρ αταλί Κιράνο, ο Πανίκας και ο αδελφός του Θόδωρης και ο Ελμαλικιολού Θωδόρ. Ο πρόεδρος δεν τους πρόδωσε, οι χωροφύλακες έμειναν για 4 μέρες στην περιοχή του χωριού ψάχνοντας τους αντάρτες έφυγαν όμως άπραγοι στο Βαρελτζιλέρ. Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα έγιναν μέσα στο 1916.
Στις 5 Ιανουαρίου 1917 ο τουρκικό στρατός περικύκλωσε τους αντάρτες στο Κελεμέρταγί. Την προηγούμενη βραδυά ο Σαγίρογλου Γεώργιος πήγε νύχτα σε χωριά τουρκικά και έφερε μαζί του 8 ζώα. Τότε ο Αναστάς Ιωαννίδης, ο Στυλιανός Γεωργιάδης και ο Στέφανος Σεμερτζίδης αποφάσισαν να πάνε στο Χατζή Γιουσούφ ντερεσί,όπου βρίσκονταν η ανταρτική ομάδα του Δημοσθένη Παπαδόπουλου με 15 άνδρες και γυναικόπαιδα και να τους πουν να έρθουν στις καλύβες τους να πάρουν ένα ζώο για να φάνε. Στο δρόμο συνάντησαν μία καταδιωκτική ομάδα στρατιωτών και άρχισε η μάχη. Σκοτώθηκαν 4 στρατιώτες και όπως οπισθοχωρούσαν οι στρατιώτες βρήκαν ευκαιρία και έφυγαν και οι αντάρτες. Από το Καγιά κουνελί μία διμοιρία στρατιωτών αντάμωσε την ομάδα των ανταρτών του Αναστάς Ιωαννίδη, Γεώργιου Σεμερτζίδη, Στυλιανου και Σάββα Γεωργιάδη, στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν όλοι οι στρατιώτες. Το βράδυ μαζεύτηκαν, πήραν την απόφαση να φύγουν από το βουνό, διότι δεν θα μπορούσαν να αντικρούσουν τόσους πολλούς στρατιώτες. Επίσης επειδή είχαν μαζί τους και γυναικόπαιδα δεν μπορούσαν να τους αφήσουν να σκοτωθούν άδικα. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν το βράδυ ανάμεσα στις φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες για να ζεσταθούν. Είχε πολύ κρύο και το χιόνι είχε φτάσει στους 5 πόντους. Σιγά-σιγά ένας-ένας, δύο-δύο κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα στον εχθρό. Στις 5 το πρωί κατάφεραν να φτάσουν στο Κεστανέ Σαϊβασί, όπου έμειναν δύο μέρες μέχρι να έρθει και ο αρχηγός τους Απανόζ Αντώνης. Ο κουνιάδος του δεν επέστρεψε μαζί του, όπως έμαθαν αργότερα έγινε προδότης και οδηγούσε τους Τούρκους κατά πόδι των ανταρτών διότι ήξερε τα λημέρια τους. Μέχρι τις 10 Ιανουαρίου άλλαζαν συνεχώς μέρη για να αποφεύγουν τους τούρκους στρατιώτες. Οι στρατιώτες φεύγοντας από το χωριό του Αναστάς το έκαψαν για να μην έχουν οι αντάρτες εφόδια με εντολή του ταγματάρχη που ηγούνταν της στρατιωτικής δύναμης. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες μετά 15 μέρες οι αντάρτες πήγαν στο χωριό Εγριπέλ και έμειναν εκεί μέχρι τις 27 Ιανουαρίου. Μετά από 2 μέρες πήγαμε έξω από τα χωριό σε μία πλαγιά είχε μία μεγάλη πέτρα όπου παλιά υπήρχε μία εκκλησία της Παναγίας. Το μέρος αυτό ονομάζονταν Χασάν γιαλέ. Δύο μέρες έμειναν μόνο διότι τους κυνήγησαν ξανά ο τουρκικός στρατός, αναγκάστηκαν να φύγουν προς το χωριό Ερικλί, όπου και έμειναν για το βράδυ. Το πρωί πήγαν στα καλύβια των ανταρτών του Ασλάν Νταμί στο βουνό Καπαφιντίχ.
Στο βουνό Καπά Φιντίχ κοντά στο χωριο Ασλάν νταμί ο τουρκικός στρατός περικυκλώνει τους αντάρτες. Δεν πρόλαβαν να ειδοποιηθούν, παρ’ όλα αυτά αντιστάθηκαν. Ο Αναστάς Ιωαννίδης τραυματίζετε άσχημα στο πρόσωπο, στο στήθος στα χέρια και στα πόδια. Κατάφερε και σύρθηκε μέχρι τους συντρόφους του που πολεμούσαν με πείσμα του επιτιθέμενους στρατιώτες. Ο Ιωάννης Μιχαηλίδης ή Τζερκέζ Γιάκνος του έδωσε ένα ρώσικο όπλο να πολεμήσει δίπλα τους. 12 αντάρτες αντιστέκονταν στις συνεχείς επιθέσεις 800 Τούρκων στρατιωτών. Η μάχη διήρκησε μέρες και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιος θα ήταν τελικά ο νικητής. Μία νύχτα τους πλησίασε ο παπάς του χωριού Ερεκλί που κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό των Τούρκων στρατιωτών. Την επόμενη μέρα άκουσαν την σάλπιγγα να παιανίζει και νόμιζαν πως θα τους επιτεθούν. Τελικά το πρωί οι Τούρκοι είχαν φύγει. Μάζεψαν τα όπλα από τους σκοτωμένους χωροφύλακες, 17 στο σύνολο, τα παγούρια τους, τα ρούχα τους και βγήκαν στο δρόμο για το χωριό Κελ ουσαγί, όπου έφτασαν ξημερώματα, το βρήκαν καμένο εκτός από το σπίτι του παπά που δεν κάηκε.
Στα βουνά της περιφέρειας τους παρέμειναν για 15 μέρες στην περιφέρεια τους, όταν κάποια στιγμή ήρθε στο λημέρι τους ένα γράμμα από τον Φερίκ Μπέη που ζητούσε συνάντηση στο χωριό Εγριπέλ. Την συνάντηση την προκάλεσε για να επιπλήξει τους αντάρτες που δεν φέρθηκαν με σεβασμό στου νεκρούς στρατιώτες. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις ο καθένας έφυγε για τα μέρη του. Ανεβαίνοντας στο λημέρι τους είδαν από μακριά να τους πλησιάζει ένα Τούρκος αξιωματικός ο Ασλάν μπέη, που τους τροφοδοτούσε με πολεμοφόδια έναντι αδρής αμοιβής. Αυτός όπως έμαθαν αργότερα ήταν Έλληνας Κουρτζής. Στην λογομαχία που είχαν με το αρχηγό μας τον Αμπανόζ όταν ο τελευταίος τον απείλησε να τον σκοτώσει επειδή ήταν Τούρκος αυτός κατέβασε τα παντελόνια του για να δείξει πως δεν είχε κάνει σουνέτ άρα ήτα χριστιανός. Ήταν μαζί με τον Φερίκ μπέη στην μάχη του Καπα φιντίχ. Όπως τους εξήγησε αυτός ήταν η αιτία να παιανίσει η σάλπιγγα οπισθοχώρηση. Πως έγινε αυτό; Έπεισε τον Φερίκ μπέη πως αυτόν που έβλεπε μέσα στη νύχτα καβάλα σε ένα άσπρο άλογο και πήγαινε μια εδώ και μία εκεί ήταν ο Άγιος Γεώργιος που προστάτευε τους Έλληνες αντάρτες. Δύο μέρες από την συνάντηση μας με το Ασλάν μπέη μάθαμε πως κατάφερε να φύγει από την Τουρκία.
Αυτά τα δύο περιστατικά που περιγράφει με γλαφυρότητα ο Αναστάς είναι ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατούσε στα χωριά του Πόντου.
Οι σύντροφοι του Αναστάς επειδή δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει του έκαναν ένα γιατάκι στον τσεσμέ του Σεμερτζιλέρ για να αναυπαθεί αυτός και η γυναίκα του. Ο στρατός συνέχιζε τις θηριωδίες του στα χωριά, οπότε αναγκάζετε να μείνει μόνο δύο μέρες, έφυγε για το χωριό Καγιά κουνεγί στο βουνό Κελεμέρ νταγί για μεγαλύτερη ασφάλεια. Από εκεί έφυγαν στο χωριό Κουρκέν πουναρί και στα λημέρια του Ζαβρόγλου Γιώργη. Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε στο χωριό Εγριπέλ όπου συνάντησε τους συντρόφους του αντάρτες. Την άλλη μέρα έφυγαν για το μέρος της Παναγιάς στο Χασάν καλέ. Κάθησαν πολλές μέρες μέχρι περίπου τις 17 Μαρτίου όταν και κατέβηκαν στα βουνά του χωριού Ταφλάνκιοι. Εκεί οι αντάρτες του χωριού Κιζίλκιοϊ συνέλαβαν έναν άνδρα που δεν τους έλεγε ποιος ήταν και απαιτούσε να τον πάνε σε ανώτερο τους. Όταν τον παρουσίασαν στον Αμπανόζ αγά φανέρωσε την ταυτότητα του. Ονομάζονταν Πέτρος Απεσλής από την Τραπεζούντα και ήρθε να καθίσει κάποιες μέρες κοντά στους αντάρτες. Τελικά έμεινε ένα μήνα κοντά τους και πάντα συζητούσαν κρυφά οι δύο τους. Μια μέρα λέει στους συγκεντρωμένους αντάρτες πως έρχεται ένα ρωσικό θωρηκτό για να παραλάβει όσους ήθελαν να φύγουν στην Ρωσία. Αμέσως πήρε τον λόγο ο Αμπανόζ αγά και απευθυνόμενος στα παλληκάρια τους είπε πως καλό είναι να φύγει μαζί με την γυναίκα του που ήταν άρρωστη και τον κουμπάρο του τον Αναστάς που ήταν πληγωμένος. Τους υποσχέθηκε πως θα γυρίσει με πολεμοφόδια και πως μία μεγάλη δύναμη, η Ρωσία θα έρθει να απελευθερώσει την Σαμψούντα. Πόθοι και καημοί εκατοντάδων χρόνων για τους ταλαίπωρους ραγιάδες.
Στις 10 Απριλίου κατέβηκαν από το βουνό πέρασαν από το χωριό Κιζίλκιοι, μετά από το Βαγί κελίκ μέχρι που αντίκρισαν την θάλασσα, όπου είδαν ένα θωρηκτό να βομβαρδίζει τα παράλια. Με συνθηματικά που τους έδειξε ο Πέτρος Απεσλής το θωρηκτό σταμάτησε για να τους παραλάβει με μία βάρκα. Όταν ανέβηκαν στο πλοίο και αφού του καλωσόρισαν εγκάρδια οι Ρώσοι αξιωματικοί και ναύτες το θωρηκτό συνέχισε την πορεία του προς την Σαμψούντα. Όταν έφτασε στο λιμάνι της άρχισε με τα πυροβόλα του να βομβαρδίζει την πόλη. Μετά από τρείς ώρες έφτασαν στην Τραπεζούντα όπου και αποβιβάστηκαν, διότι η πόλη ήταν υπό ρωσική διοίκηση. Προσπάθησαν να βρουν ένα γιατρό για να εγχειρήσει τον Αναστάς αλλά κανείς δεν αναλάμβανε. Η γυναίκα του Αμπανόζ αγά αντίθετα σε 5 μέρες έγινε καλά.
Οι εξελίξεις στη Ρωσία, επανάσταση εναντίον του Τσάρου, δεν ήταν ευνοϊκές για την κατοχή του Πόντου από τις ρωσικές δυνάμεις. Ο ρωσικός στρατός θα έπρεπε να υποχωρήσει. Στις 5 Μαίου 1917 έφυγαν με τα πλοία για το Νοβοροσίνσκι της Ρωσίας. Στην Κριμαία ξεκίνησε μία νέα περιπέτεια μέχρι να βρει γνωστούς φίλους και συγγενείς και έναν γιατρό για να τον θεραπεύσει. Στο σταθμό του Κρίμσκι(Κριμαία) είχε ένα καφενείο, ιδιοκτήτης του ήταν Σαμψουνταίος. Όταν τον είδε με την πολεμική φορεσιά τον Αναστάς προσπάθησε να τον βοηθήσει. Συνάντησε πολλούς Πόντιους από την πατρίδα, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει γιατρό. Τελικά μετά από περιπέτειες και επισκέψεις σε διάφορους γιατρούς που δεν αναλάμβαναν να τον εγχειρήσουν βρήκε στο Κατερίνογκραντ γιατρειά με την βοήθεια ενός Πόντιου Σαμψουνταίου του Καραβάζ. Αυτός έκανε έρανο μεταξύ των Ελλήνων, μάζεψε ένα σεβαστό ποσό και τον πήγε σε γιατρό πάλι Σαμψουνταίο για να τον εγχειρήσει. Η ανάρρωση του έγινε στο Χοστοχάι, παρόλο που είχε συγγενείς στο Σοχούμ, αδέλφια του πατέρα του. Σκέφτηκε πως ήταν πολύ μακριά για να ταξιδέψει μέχρι εκεί. Προτίμησε να μείνει στο Χοστοχάι να αναρρώσει και να βρει τρόπο να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Στις 1 Ιουλίου κατέβηκε στο Νοβοροσίσκι πήγε στην κοινότητα και ετοίμασε τα χαρτιά του για να επιστρέψει στην Σαμψούντα. Όταν τα ετοίμασε νοίκιασε μαζί με άλλους 45 πατριώτες ένα μοτόρ και σε δύο μέρες στις 14 Ιουλίου έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας. Ο Ρεΐσης του Λιμανιού απαγόρεψε στο μοτόρ να πιάσει λιμάνι, διότι είχαν εντολή να μην αφήνουν να αποβιβάζονται από λιμάνια της Ρωσίας λόγω ασθένειας που υπήρχε, πιθανόν πανώλης. Ανάγκασαν τον καπετάνιο με την απειλή όπλων να τους αποβιβάσει στην παραλία κοντά στο Ντερεκιοϊ. Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανά τους. Στο δρόμο τους συνάντησαν χωροφύλακες που νόμιζαν πως ήταν Λαζοί αντάρτες και τους πυροβόλησαν. Για καλή τους τύχη εκεί κοντά ήταν η ομάδα του Λευτέρ Κουλπαρ που τους έσωσε. Στις 15 Ιουλίου κατάφερε επιτέλους να επιστρέψει στο χωριό του και να σταθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και να αγκαλιάσει την γριά μητέρα του.
Ο Αναστάς με τον Αμπανόζ και τον Στυλιανό Γεωργιάδη και άλλους έκαναν μία παρέα αντάρτικη. Ο Αναστάς ήθελε όμως να γνωρίσει τον Αναστάς αγά, ήταν ο επικεφαλής της περιοχής, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Αμπανόζ. Μετά από συζήτηση σε πολύ καλο κλίμα, ο Αναστάς Ιωαννίδης αποφάσισε να παραμείνει στην ομάδα με τον Αντύπα, τον Αμπανόζ και τον Λευτέρ ουστά. Αυτή η αντάρτικη ομάδα την πρώτη επίθεση της την πραγματοποίησε εναντίον του αστυνομικού τμήματος στο χωριό Κουρού πελίτ στις 10 Αυγούστου 1918. Την άλλη μέρα ο Λευτέρ ουστά ο Αντύπας και ο Αμπανόζ στέλνουν τον Αναστάς που πήρε μαζί του και τον Στυλιανό Γεωργιάδη στην μητρόπολη για να ζητήσουν λίρες για να αγοράσουν πολεμοφόδια. Ο μητροπολίτης τους δέχτηκε συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και αποφάσισαν πως μπορούν να δώσουν μόνο χίλιες λίρες. Πήραν τις λίρες και επέστρεψαν στο Τεπετζίκ. Αργά το βράδυ ήρθε στο χωριό ο Γιουβάν τσιαούς Χίντζογλου και μας έφερε τον Ιπποκράτ γιό του γιατρού Δανιήλ, τον είχε φυγαδέψει από την φυλακή της Μπάφρας και έπρεπε κάπου να κρυφτεί. Ο Ιπποκράτ έμεινε κοντά τους ένα μήνα. Αυτό το διάστημα του εξασφάλισε πολεμοφόδια και μετά έφυγε στο χωριό του.
Στις 1 Νοεμβρίου 1918 σκοτώθηκε ο Λευτέρ ουστάς-Κουλπάρ. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως σκοτώθηκε από ανθρώπους του Αναστάς αγά.
Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μικρών αντάρτικων ομάδων, σκοτώθηκε ο Αναστάς αγά και πολλοί αντάρτες άδικα. Τελικά σε όλη την παραλιακή ζώνη αρχηγός όλων των ανταρτών έγινε ο Αμπανόζ Γιώργης. Αντίθετα στην ενδοχώρα σε κάθε χωριό υπήρχε και ένα αρχηγός. Η μεγαλύτερη ανταρτική ομάδα ήταν αυτή με αρχηγούς τουςς Μπαλγιράν Ηλία και Στυλιανού Γεωργιάδη. Πολεμούσαν τους Τούρκους και την πρώτη μάχη την έδωσαν στην παραλία με το στρατό που περνούσε προερχόμενοι από την Μπάφρα. Σκότωσαν 30 στρατιώτες, πήραν τα όπλα τους και αποσύρθηκαν στα βουνά. Από τους αντάρτες 8 πληγώθηκαν.
Όταν καθάρισε η κατάσταση μεταξύ των ανταρτικών ομάδων οι επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στρατού και σε κτίρια της χωροφυλακής μέσα στα χωριά ήταν καθημερινές. Στις ελεύθερες ώρες τους στα γλέντια τους εκτός από τα κλασικά τραγούδια είχαν συνθέσει και αντάρτικα τραγούδια «του πολέμου» όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο Αναστάς Ιωαννίδης. Χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών ήταν, όπως διαπίστωσα από την αφήγηση του, πως τραγουδιόνταν στην τουρκική γλώσσα.
Μετά από λίγους μήνες έφτασαν στην Σαμψούντα οι Άγγλοι με πολύ στρατό για να προστατεύσουν τις μειονότητες όπως έλεγαν. Τους είχε ήδη ειδοποιήσει και η μητρόπολη Αμάσεια για αυτό το γεγονός. Ορισμένοι αντάρτες άρχισαν να σκέφτονται πως καλό θα ήταν να κάνουν κάποιες οικονομίες από τα χρήματα που κέρδιζαν από τον πόλεμο και να περάσουν στη Ρωσία. Οι Άγγλοι μέσα στην Σαμψούντα είχαν αφήσει την τουρκική χωροφυλακή ανέπαφη για την επιτήρηση της τάξης. Σε μία από τις αψιμαχίες μεταξύ ανταρτών και χωροφυλακής σκοτώθηκε και ο Αναστάς αγά. Μάλλον από προδοσία έγινε όλο το θανατικό. Ο αλληλοσπαραγμός των ανταρτικών ομάδων συνεχίστηκε.
Οι Άγγλοι λίγο πριν έρθει ο Κεμάλ στη Σαμψούντα έφυγαν και άφησαν το πεδίο ελεύθερο για τον ίδιο και τις ομάδες του. Οργάνωσε καλά τον στρατό του και ξεκίνησε ένα νέος πόλεμος με τις ελληνοχριστιανικές αντάρτικες ομάδες. Ο Τεμίρ Αλή μπέη έφτασε στην Σαμψούντα με 2.000 στρατιώτες. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό και ζητούσε από τους κατοίκους να πάψουν να βοηθάνε τους αντάρτες και οι τελευταίοι να παραδοθούν αμέσως. Μέσω των παπάδων έστελνε μηνύματα στους αντάρτες και ειδικά στον Αμπανόζ Γιώργη να παραδοθεί. Έτσι ξεκίνησε ένας δεύτερος γύρος πολέμου, σκληρός και πολύ φονικός όχι μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούσαν. Τα θύματα ήταν και μεταξύ των αμάχων τόσα πολλά που δεν φτάνουν λίγες σελίδες για να την αποτυπώσουν.
Στον δύσβατο ορεινό όγκο μεταξύ της Μπάφρας και της Σαμψούντας διεξήχθησαν μερικές από τις πιο φονικές μάχες μεταξύ ανταρτών και τουρκικού στρατού. Τα γεγονότα στην περίοδο 1919-22 είναι πολλά και τα παρουσιάζει με λεπτομέρειες ο Αναστάς. Μέσα από τις σελίδες του προσωπικού του αρχείου ξεδιπλώνετε μπροστά στα μάτια μας ο ηρωισμός ανθρώπων αγράμματων μεν αλλά με ψυχή και θέληση να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.
Η σφαγή της Μπάφρας στις 1/6/1921 ήταν καθοριστική για την στάση που θα ακολουθούσαν. Σε μία σύσκεψη όλων των αντάρτικων δυνάμεων αποφάσισαν να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα που προσπαθούσαν αλαφιασμένα να φτάσουν στην Σαμψούντα και να φύγουν με τα πλοία στην Ελλάδα. Ο τουρκικός στρατός παρεμπόδιζε την είσοδο τους στην πόλη με αποτέλεσμα να γυρίζουν στα βουνά, χωρίς τρόφιμα και νερό τρώγοντας άγρια χόρτα και πίνοντας νερό από λασπόνερα. Περίπου 4 μήνες τριγύριζαν στα βουνά ώσπου κατάφεραν μετά από συμφωνία με τούρκους αξιωματούχους να επιτρέψουν στα γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα από τη Σαμψούντα. Όλο το 1921 όπως μας περιγράφει αναλυτικά γίνονται από τους Τούρκους πορείες εξορίας. Από την Σαμψούντα 475 άτομα δεν επέστρεψαν ποτέ μετά από πορεία εξορίας. Το ίδιο συνέβη όταν τον μητροπολίτη Ζήλων Ευθύμιο και 13 παπάδες σε πορεία εξορίας μέσω της Αμάσειας.
Οι αντάρτες που έμειναν πίσω ήταν περίπου 225, έκαναν συμφωνία με κάποιο Αλή Ρεΐς να τους μεταφέρει με το μοτόρ του(πλοίο) στην Στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις κατάφεραν να περάσουν στις 17/12/1922, πληρώνοντας παγκανότια.
Στη Σοβιετική Ένωση έμειναν μέχρι τις 2/1/1923, μέρα που κατάφερε να εκδώσει ελληνικό διαβατήριο στο Σοχούμ. Όλο αυτό το διάστημα για να επιβιώσει δουλεύει στα καπνά και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να εξοικονομήσει χρήματα για την έκδοση του διαβατηρίου, το οποίο εκδόθηκε από το περσικό προξενείο.
Η παραμονή τους στην Στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν πολύ καλή όπως μας την περιγράφει. Καθημερινά έπρεπε να δίνουν το παρόν στην αστυνομία. Όλοι οι αντάρτες θεωρούνταν ύποπτοι και ανακρίνονταν για τις προθέσεις τους. Οι επίσημες αρχές δεν πίστευαν πως ήθελαν να φύγουν στην Ελλάδα, αλλά πως ήρθαν στη Ρωσία για σαμποτάζ. Παρά τις δύσκολες αυτές συνθήκες κατάφερναν να συναντιούνται μυστικά και να καταστρώνουν το σχέδιο αναχώρησης τους για την πατρίδα. Τελικά κατάφεραν να συνεννοηθούν με ένα καπετάνιο που είχε έρθει να φορτώσει σιτηρά από το Νοβοροσίνσκι για τον Πειραιά. Στις 26 Δεκεμβρίου με απόλυτη μυστικότητα επιβιβάστηκαν στο καράβι και αναχώρησαν για την πατρίδα. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 60.000 μπουτ σιτάρ και ανάμεσα στα αμπάρια κρυμμένοι ο Αναστάς και οι φίλοι του. Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το καράβι έμεινε 2 μέρες και μετά αναχώρησε για τον Πειραιά. Όταν αποβιβάστηκαν τους οδήγησαν σε ένα στρατώνα από όπου τους ειδοποίησαν πως θα τους μετέφεραν στην Κρήτη. Όλοι μαζί αντέδρασαν διότι οι περισσότεροι είχαν συγγενείς στη Δράμα και στην Καβάλα. Ο Αναστάς δεν ξεκαθαρίζει αν στο καράβι ήταν τελικά και οι 650 αντάρτες που είχαν μυστικά αποφασίσει να φύγουν παράνομα στην Ελλάδα. Από το γεγονός όμως πως τους είχαν σε στρατώνα σημαίνει πως τελικά κατάφεραν να επιβιβαστούν όλοι όσοι είχαν συμφωνήσει να φύγουν με κάθε τρόπο από την Σοβιετική Ένωση.
Προσπάθησα να περιγράψω συνοπτικά την πορεία ενός ανθρώπου από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την εγκατάσταση του στη Δράμα, όπου βρίσκονταν η οικογένεια του. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησα λεπτομέρειες από το βιβλίο του. Στις περισσότερες ακολούθησα την χρονολογική σειρά των γεγονότων όπως την παραθέτει ο ίδιος δίχως να αναφερθώ σε λεπτομέρειες από τις συγκρούσεις, τις σφαγές, τις πορείες εξορίας, γεγονότα που είναι συγκλονιστικά και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της λεπτομερής αφήγησης του.
«Είναι οι αναμνήσεις του πατέρα μου γιατρέ», μου είπε βαθειά συγκινημένος και επειδή ξέρω πως γράφεις βιβλία θεώρησα πως μόνο εσύ θα μπορούσες να το αξιοποιήσεις και να τιμήσεις όπως θα έπρεπε τον πατέρα μας. Συνέχισε να λέει πως «ήρθαν πολλοί γι’ αυτό το βιβλίο, άλλοι θέλησαν να πληρώσουν τον γέρο( έτσι τον χαρακτήριζε ο ίδιος), ήρθαν στρατιωτικοί, πολίτες διάφοροι, το διάβασαν αλλά ποτέ δεν είδαμε κάτι γραμμένο σε ένα περιοδικό σε μία εφημερίδα ή σε ένα βιβλίο».
Το πήρα στα χέρια μου συγκινημένος όχι για τα καλά του λόγια, αλλά επειδή για πρώτη φορά στα χέρια μου είχα μία προσωπική μαρτυρία καταγραμμένη από τον ίδιο για το αντάρτικο του Πόντου. Αν και δεν είμαι Πόντιος στην καταγωγή, ασχολούμαι περισσότερο με την συγγραφή βιβλίων για τη Θράκη λόγω καταγωγής, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο μου από το Γιώργη Ιωαννίδη, με ανάγκασε να δεχτώ και κατ’ επέκταση να ασχοληθώ με τις καταγραμμένες αναμνήσεις του Αναστάς ή Τζολοβέκ. Στο πρώτο ξεφύλλισμα του τετραδίου, που έγινε αυθημερόν έμεινα εμβρόντητος από την καθαρή γραφή του. Όπως με πληροφόρησε ο Γιώργης ήξερε να γράφει ελληνικά, τουρκικά και οθωμανικά. Σπάνιο για την εποχή του. Αυτό το διαπίστωσα αμέσως ανατρέχοντας στις σελίδες του τετραδίου όπου και διαπίστωσα πως στις σελίδες 90, 98,99,127, είχε κείμενα στην οθωμανική γραφή, αμέσως από κάτω στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες και πιο κάτω εξηγούσε στα ελληνικά τα κείμενα αυτά.
Ποιος είναι όμως ο Αναστάς Ιωαννίδης ή Τζολοβέκ. Γεννήθηκε στα 1896 στο μαχαλέ Κιρπιγικλάρ της κοινότητας Κουρού Κοκτζέ- (Kurugökçe) της περιφέρειας Σαμψούντας. Το χωριό βρίσκετε λίγα χλμ από τον παραλιακό δρόμο Σαμψούντας (Samsun)-Μπάφρας(Bafra). Ορεινό χωριό σκαρφαλωμένο σε μία πλαγιά του βουνού Κεμπζέν νταγ της οροσειράς Canik Daĝları.
Από μικρός δούλευε μαζί με τα αδέλφια του στις δουλειές της οικογένειας, το μυαλό του όμως ήταν συνεχώς στο σχολείο και στο διάβασμα. Όταν ήταν στην Δ’ τάξη του σχολείου, ήρθε στο χωριό τους εκπρόσωπος από την μητρόπολη Σαμψούντας, που καλούσε τα παιδιά αν θέλουν να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους στα σχολεία της πόλης. Άρα το σχολείο του χωριού ήταν ένα κοινό Γραμματοδιδασκαλείο. Αυτός πήρε την απόφαση να πάει στην πόλη και μία νύχτα έφυγε κρυφά από το σπίτι του. Από μικρός έδειχνε πως ήταν ανήσυχο πνεύμα. Όταν οι αδελφοί του μετά από λίγες μέρες τον βρήκανε έξω από το σχολείο της πόλης και του ζήτησαν να επιστέψει στο χωριό και στα ζώα της οικογένειας αυτός τους αντέταξε πως θα επιστρέψει μόνο αν τον αφήσουν να παρακολουθεί τα μαθήματα έστω του τουρκικού σχολείου. Τα αδέλφια του δέχτηκαν σκεπτόμενοι μάλλον πως γρήγορα θα εγκατέλειπε το σχολείο. Όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο, όχι μόνο ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά παράλληλα έμαθε και τα ελληνικά αυτοδίδακτος.
Τα επόμενα χρόνια τόσο στο αντάρτικο όσο και στις επαφές του με τούρκους αξιωματούχους ήταν αυτός που γνωρίζοντας πολύ καλά τόσο την οθωμανική γραφή όσο και τα τουρκικά λαϊκά και λόγια ήταν ο αποκλειστικός συζητητής και διαπραγματευτής όταν χρειάζονταν να μεσολαβήσει μεταξύ των τουρκικών και ανταρτικών δυνάμεων. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές όπως αυτός ήθελε διότι τον Αύγουστο του 1914 κηρύχτηκε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος ή γνωστός ως ευρωπαικός. Η οθωμανική κυβέρνηση τάχθηκε στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων. Με εντολή τους καλεί γενική επιστράτευση όλων των υπηκόων της, ανάμεσα τους παρουσιάζετε ο 18χρονος τότε Αναστάς Ιωαννίδης, στρατιωτικής κλάσης 1312. Μαζί με τον παιδικό του φίλο τον Λευτέρ του Κουπλάρ παρουσιάζονται στο Σουπέ ( ), όπου και γράφτηκαν στις καταστάσεις στρατευσίμων. Μέσα στο Σουπε γνώρισε την πρώτη προσβολή από τούρκο αξιωματούχο. Δεν άντεξε αντέδρασε, τυχερός όμως διότι εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένας Τούρκος ο οποίος ήταν φυγόδικος 9 φορές κατά σειρά σε κλήσεις στρατευσίμων. Τον ίδιο και τον φίλο του τους έστειλαν συνοδεία χωροφυλάκων στο Τζιμπίζ-χαν, όπου και έμειναν μέχρι αργά το βράδυ. Τα μεσάνυχτα ψάχνοντας να βρουν τρόπο να φύγουν βρήκαν μία τρύπα και έφυγαν, τους ακολούθησε και ένας Μπάφραλης ο Κύριλλος. Σε δύο μέρες έφτασαν στο Καπατούζ, στο δρόμο όμως ο φίλο του αρρώστησε και αναγκάστηκε να τον πάει στο σπίτι του. Από τους φευγάτους ήταν και ένας γείτονας του ο Στυλιανός Γεωργιάδης. Μαζί του και με ένα δίκανο στο χέρι βγήκαν στα βουνά. Τρείς μήνες γύριζαν από βουνό σε βουνό. Αυτό το διάστημα χωροφύλακες πήγαν στο χωριό και έβγαλαν ανακοίνωση να επιστρέψουν οι φευγάτοι να μην φοβούνται πως θα υπηρετήσουν αλλά θα πάνε στο Ερζερούμ να κάνουν τις δουλειές των στρατιωτών που άφησαν πίσω τους ως ζευγαράδες. Η κοινότητα παρέδωσε 96 ονόματα φυγόστρατων, τους οδήγησαν στην παραλία, όπου τους αλυσόδεσαν ανά δύο. Ο διοικητής χωροφυλακής ξέχασε την υπόσχεση του και με μία αναφορά του προ τους ανωτέρους του έγραψε πως όλοι τους πιάστηκαν στα βουνά μετά από πόλεμο και έτσι οδηγήθηκαν ξανά στο Σουπέ, όπου έμειναν 25 μέρες, χωρίς ύπνο. Μία μέρα την βδομάδα τους επέτρεπαν να κοιμηθούν, τις υπόλοιπες όλοι τους θα υποστούν βασανιστήρια κυρίως ξυλοδαρμό. Μία μέρα βρέθηκε μία λίμα στο θάλαμο τους. Την βρήκε ένας Τούρκος και την παρέδωσε στον αξιωματικό. Αυτός πήγε αμέσως στο θάλαμο των κρατουμένων και ζήτησε να μάθει ποιος τους έφερε την λίμα απέξω. Όλοι μαζί με ότι δύναμη του είχε μείνει από τον καθημερινό ξυλοδαρμό φώναζαν πως δεν ήξεραν τίποτα για την λίμα. Τότε κάλεσε την πρώτη εξάδα κρατουμένων να τους φέρουν στο δωμάτιο υπηρεσίας του αξιωματικού. Παρά τις παραινέσεις τους απειλούσε πως θα τους σκοτώσει όλους αν δεν του έδιναν ένα όνομα. Όλοι μαζί του απάντησαν: «κύριε λοχαγέ πιόνα να κάνουμε ιφτιρά (συκοφαντία), ποιανού στο αίμα να στρίψωμεν ψωμί με τα ψέματα». Ο λοχαγός θύμωσε πολύ και τότε πετάχτηκε ο Αναστάς και με παρρησία του λέει: «βλέπομεν ότι θα μας σκοτώσετε, αλλά δεν υπάρχει νόμος της κυβέρνησης που να λέει πως πάνω από 24 ώρες ούτε ζώο απαγορεύετε να μείνει και εμείς 20 μέρες είμαστε δεμένοι». Γύρισε προς τους συντρόφους του και τους κάλεσε να ξαπλώσουν μπροστά στον αξιωματικό και «αν είναι να τους σκοτώσει ας τους σκοτώσει». Ήταν η πρώτη αντίσταση έστω και με αυτή τη μορφή του Αναστάς απέναντι στην βία της οθωμανικής εξουσίας. Επέστρεψαν στο θάλαμο τους και σε 5 μέρες τους ανακοίνωσαν πως θα τους έστελναν στο Σιβάζ. Τους έβγαλαν στο προαύλιο της φυλακής και τους ανάγκασαν να γονατίσουν. Όσο ήταν γονατιστοί είδε με την άκρη του ματιού του την γυναίκα του να τον πλησιάζει κρατώντας στο χέρι της ένα πιάτο γιαούρτι, και σε μία πετσέτα πίτα τυλιγμένη. Τα άφησε μπροστά του και τραβήχτηκε πίσω. Κατάφερε με το αριστερό του χέρι τα τράβηξε κοντά του μια και το δεξί του ήταν δεμένο στο αριστερό του Κουρουγιωργινήν Αναστάς. Αυτό το φαγητό ήταν το τελευταίο που θα έβλεπε από τα χέρια της γυναίκας του, που λίγο πιο πέρα έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν πρόλαβε να βάλει το κουτάλι στο στόμα του και να γευτεί το γιαούρτι και την πίτα, όταν τον πλησίασε γρήγορα ένας χωροφύλακας βρίζοντας αυτό και την γυναίκα του. Ο Αναστάς δεν άντεξε, το αίμα του έβραζε από θυμό και με μία κίνηση πέταξε το πιάτο τα μούτρα του χωροφύλακα. Γέμισε το πρόσωπο του αίματα. Είδαν την φασαρία οι άλλοι χωροφύλακες τρέξανε κοντά τους και ήταν έτοιμοι να τον ξυλοφορτώσουν αλλά στάθηκε τυχερός διότι αντιλήφθηκε το γεγονός ένας αξιωματικός και τους ζήτησε να μάθει τι συνέβη. Μόλις έμαθε τα ακριβή γεγονότα, θύμωσε πολύ τον χτύπησε άσχημα και μετά διέταξε τους χωροφύλακες να τον πάνε στο νοσοκομείο. Δεύτερη μέρα του Πάσχα του 1915, δόθηκε διαταγή να ετοιμαστούν για νέα πορεία και πως θα τους οδηγούσαν στο Τζιμπίζ χαν. Πλάγιασαν δίχως φαγητό και νερό και την άλλη μέρα τους οδήγησαν στη Κάβζα (Havza). Όλους μαζί τους έβαλαν σε ένα δωμάτιο όπου με δυσκολία μπορούσαν να κουνηθούν, που λόγος να κοιμηθούν. Από την Κάβζα τους οδήγησαν στην Αμάσεια συνοδεία ιππέων χωροφυλάκων. Κάθε μέρα άλλαζαν τους χωροφύλακες. Πέρασαν τον ποταμό Θερς αχάν και το βράδυ έφτασαν στο Καρακολ και από εκεί στο Αλεβού τους οδήγησαν στο χάνι. Εκεί του παρέλαβε ένας ενωμοτάρχης Κούρτ(ασάρ Κιουρτιού). Είχε στα χέρια του ένα χοντρό ξύλο και τους υποχρέωνε να περάσουν ένας- ένας να περάσουμε από μπροστά του. Όλους τους χτυπούσε δυνατά ο Αναστάς δεν κατάλαβε πόνο διότι ήταν ήδη άρρωστος. Όπως ήταν ζαλισμένος από τον πόνο ξάπλωσε δίπλα σε μία κριθαρόκασα, ακούγοντας τον άγριο Κούρτ να βλαστημά συνεχώς και να απειλεί πως θα τους σκοτώσει αμέσως όλους αν τον επέτρεπαν οι ανώτεροι του. Γύρισε με ορμή και χτύπησε τον Αναστάς στο κεφάλι. Έπεσε κάτω σαν πεθαμένος, φοβήθηκε πολύ ο Κιούρτ, φώναξε τους χωροφύλακες να τον συνεφέρουν. Το πρωί αλλάχτηκαν 7 έφιπποι χωροφύλακες και πήραν το δρόμο για την Αμάσεια. Τους οδήγησαν στην φυλακή που βρίσκονταν στην άκρη του ποταμού όπου και συνάντησε ένα φίλο του τον Γιουβάν Τσαβούζ Χίντιζογλου, δεμένο με μία χοντρή αλυσίδα 18 οκάδων από το λαιμό και από τα πόδια. Τους πλησίασε τρικλίζοντας για να τους εμψυχώσει: «παιδιά μην στεναχωριέστε οι άνδρες πάνε φυλακή και δεν είναι σαν τους Τούρκους που παίρνουν τις γυναίκες και τι πάνε στα βουνά», ταυτόχρονα έβριζε παθιασμένα τους Τούρκους που δεν τον πλησίαζαν από φόβο. Όπως ήταν μαζεμένοι ήρθε ένας λοχίας τους ρώτησε αν κάποιος ήταν άρρωστος. Βγήκε μπροστά ο Αναστάς είπε πως ήταν άρρωστος. Ο λοχίας έφερε ένα σφυρί γα να σπάσει την αλυσίδα και ταυτόχρονα έβριζε και βλαστημούσε. Μόλις έφυγε φώναξε ένα Τούρκο του έδωσε 5 γρόσια για να του φέρει 1 οκά γιαούρτι και μία οκά ψωμί. Πράγματι σε λίγο επέστρεψε με ότι του ζήτησε και του επέστρεψε τα ρέστα. Παραξενεύτηκε ο Αναστάς για την καλοσύνη του, αλλά του τα έδωσε σαν μπαχτσίς. Ο Τούρκος πετούσε από τη χαρά του διότι το μεροκάματο στην Αμάσεια ήταν 2 ½ γρόσια και ο γκιαούρης του έδινε 4 γρόσια τόσα πολλά χρήματα για αυτόν. Στο νοσοκομείο μπήκε σε ένα θάλαμο όπου για καλή του τύχη τον επισκέφτηκε ένας γνωστός του γιατρός ο Νισάν εφέντης, γνωστός και οικογενειακός φίλος. Αφού εξέτασε τον Αναστάς τον μετέφερε σε άλλο νοσοκομείο, σε ένα αρμένικο σπίτι διώροφο. Όπως έμαθε αργότερα είχαν σκοτώσει τους ιδιοκτήτες, το σπίτι μετατράπηκε σε νοσοκομείο. Εκεί παρέμεινε 6 μέρες, μέχρι που τον εξέτασε και ένας ανώτερος στρατιωτικός γιατρός, που για καλή τύχη του Αναστάς ήταν φίλος του Νισάν εφέντη. Την έκτη μέρα ο γιατρό του έδωσε άδεια να πάει στους γονείς του, μάλλον επειδή ο μεγάλος αδελφός του ήταν στον πόλεμο στο Σιβάζ, όπως και λίγο αργότερα έστειλαν και τον μικρό αδελφό του. 24 Απριλίου 1915 ξεκινούσε η άδεια του Αναστάς για 45 μέρες. Φεύγοντας από τη φυλακή, με άμαξα ενός Έλληνα ταξιδέψαν για Σαμψούντα. Ο Αναστάς έμεινε στην Σαμψούντα για να δει τον γαμπρό του το Γιάνκο Αμπατζή, πλήρωσε μία χρυσή λίρα τον αγωγιάτη που ήταν Μπάφραλης και λέγονταν Κιουρτζή Χιλμιτζεγης. Μία βραδιά έμεινε στον γαμπρό του και την άλλη μέρα πήρε το δρόμο για το χωριό του. Μόλις πέρασε από το καφενείο του Κουρού παλίτ βλέπει από μακριά από την παραλία να έρχεται μία γυναίκα με το άλογο της. Όταν συναντήθηκαν οι δύο άμαξες είδε πως η γυναίκα αυτή ήταν η σύζυγος του. Κατέβηκε από την άμαξα και αφού αγκαλιαστήκαν ξεκίνησαν για το Ντερέκιοϊ. Όταν έφτασαν στο χωριό η θεία του η Κερεκεία Σαλμανκιζή με τα γιατροσόφια της τον έκανε καλά. Ένα μήνα έμεινε στο σπίτι κατάκοιτος. Μετά με τον φίλο και σύντροφο του Στυλιανό Γεωργιάδη ανταμώθηκαν κρυφά και αποφάσισαν να φύγουν στα βουνά. Γύριζαν μήνες μαζί με άλλους κλέφτες που αντάμωσαν πάνω στα βουνά. Ο Λευτέρ Σαβρόγλου και ο Αντώνης από την παρέα μου αποφάσισαν να φύγουν για την Τραπεζούντα, που βρίσκονταν στα χέρια των Ρώσων. Μετά από λίγες μέρες ο Βασίλ-Ουστά και ο Αντώνης πήρανε πολεμοφόδια από ένα Ρωσικό θωρηκτό και τα έκρυψαν σε ένα δάσος κοντά στο Κουμτζουάζ. Αφού τα έκρυψαν καλά πήγαν στο χωριό Κερτμέ, έμειναν μία βραδυά και την άλλη μέρα έζεψαν ζώα πήγαν στο δάσος για να πάρουν τα πολεμοφόδια. Όταν επέστρεφαν στο Κερτμέ τους αντιλήφθηκε ο τουρκικός στρατός και ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ τους. Τελικά κατάφεραν να σώσουν τα πολεμοφόδια, τα πήγαν στο χωριό Κατατούζ, όπου μαζεύτηκαν όλοι οι αντάρτες της περιοχής και τα μοιράστηκαν. Τρείς ώρες πολεμούσαν ο Βασίλ Ουστάς και ο Αντώνης τους Τούρκους. Δύο αξιωματικοί με πολλούς στρατιώτες κατάφεραν να τους περικυκλώσουν και ήταν έτοιμοι να τους σκοτώσουν όταν η γυναίκα του Βασίλ Ουστά που ήταν έξω από το σπίτι της, μόλις είδε πως θα χάσει τον άνδρα της, πήρε ένα όπλο και σκότωσε τους δύο αξιωματικούς. Μαζί με τον άνδρα της έφυγαν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους αντάρτες στα βουνά. Οι Τούρκοι επειδή δεν μπορούσαν να βρουν τους αντάρτες άρχισαν να μαζεύουν από τα χωριά Καρακόζ, Πιτλί Κελίκ, Γιαρίμτζα, Σεπετλί, Κουρου Κογκτζέ, Ζιρθίς Ουσαλί. Σιμιονλάρ, Καρεστζελέρ τους ανθρώπους, έκαψαν τα σπίτια τους και τους οδήγησαν στην εξορία.
Οι αντάρτικες δυνάμεις στην περιοχή ενισχύονταν πλέον από όλο και περισσότερους άνδρες που ήθελαν με αυτό τον τρόπο να αντισταθούν στις θηριωδίες των Τούρκων. Σχεδόν καθημερινά οι αντάρτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα περισσότερο για εκφοβισμό των ανδρών της χωροφυλακής.
Ένα από αυτά τα επεισόδια που τα περιγράφει με γλαφυρό τρόπο είναι αυτό της ληστείας μίας ταχυδρομικής άμαξας, που συνοδεύονταν από δύο χωροφύλακες. Χωρίς να πειράξουν τον αμαξά, σκότωσαν τους δύο χωροφύλακες πήραν τα όπλα του και τις δύο ταχυδρομικές σακούλες και έφυγαν για το Κουρουκογκτζέ. Όταν άνοιξαν τους σάκους δεν ήξεραν τι είχαν μπροστά τους. Δεν γνώριζαν πως αυτά τα χαρτιά ήταν τα καινούργια χρήματα που είχε βγάλει η τουρκική κυβέρνηση και τα πυροβολούσαν για να περάσει η ώρα του. Σκέφτηκαν να κατέβουν στο χωριό τους και έξω από κάθε πόρτα κολλούσαν και από ένα χαρτί. Ο πρόεδρος του χωριού, Αντώνογλου Σάββας έλειπε στην Σαμψούντα, όπου άκουσε πως αντάρτες πήραν τα χρήματα του ταχυδρομείου. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν αντάρτες από το χωριό, επέστρεψε αμέσως πίσω για να προλάβει το κακό από τους εξαγριωμένους Τούρκους χωροφύλακες. Πριν προλάβουν να μπουν οι χωροφύλακες στο χωριό έβαλε την γυναίκα του και μάζεψε όλα τα χαρτονομίσματα που ήταν κολλημένα στις πόρτες των σπιτιών. Όταν μπήκε στο χωριό με μία μεγάλη ομάδα χωροφυλάκων ο εκατόνταρχος Κόρογλου Νουρί πήγαν απευθείας στο σπίτι του προέδρου. Οι αντάρτες που λήστεψαν την ταχυδρομική άμαξα ήταν όλοι από το χωριό, ο Ντελί Αντών Κιβράχ, ο Λευτέρ Κουλπάρ, ο Λευτέρ αταλί Κιράνο, ο Πανίκας και ο αδελφός του Θόδωρης και ο Ελμαλικιολού Θωδόρ. Ο πρόεδρος δεν τους πρόδωσε, οι χωροφύλακες έμειναν για 4 μέρες στην περιοχή του χωριού ψάχνοντας τους αντάρτες έφυγαν όμως άπραγοι στο Βαρελτζιλέρ. Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα έγιναν μέσα στο 1916.
Στις 5 Ιανουαρίου 1917 ο τουρκικό στρατός περικύκλωσε τους αντάρτες στο Κελεμέρταγί. Την προηγούμενη βραδυά ο Σαγίρογλου Γεώργιος πήγε νύχτα σε χωριά τουρκικά και έφερε μαζί του 8 ζώα. Τότε ο Αναστάς Ιωαννίδης, ο Στυλιανός Γεωργιάδης και ο Στέφανος Σεμερτζίδης αποφάσισαν να πάνε στο Χατζή Γιουσούφ ντερεσί,όπου βρίσκονταν η ανταρτική ομάδα του Δημοσθένη Παπαδόπουλου με 15 άνδρες και γυναικόπαιδα και να τους πουν να έρθουν στις καλύβες τους να πάρουν ένα ζώο για να φάνε. Στο δρόμο συνάντησαν μία καταδιωκτική ομάδα στρατιωτών και άρχισε η μάχη. Σκοτώθηκαν 4 στρατιώτες και όπως οπισθοχωρούσαν οι στρατιώτες βρήκαν ευκαιρία και έφυγαν και οι αντάρτες. Από το Καγιά κουνελί μία διμοιρία στρατιωτών αντάμωσε την ομάδα των ανταρτών του Αναστάς Ιωαννίδη, Γεώργιου Σεμερτζίδη, Στυλιανου και Σάββα Γεωργιάδη, στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν όλοι οι στρατιώτες. Το βράδυ μαζεύτηκαν, πήραν την απόφαση να φύγουν από το βουνό, διότι δεν θα μπορούσαν να αντικρούσουν τόσους πολλούς στρατιώτες. Επίσης επειδή είχαν μαζί τους και γυναικόπαιδα δεν μπορούσαν να τους αφήσουν να σκοτωθούν άδικα. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν το βράδυ ανάμεσα στις φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες για να ζεσταθούν. Είχε πολύ κρύο και το χιόνι είχε φτάσει στους 5 πόντους. Σιγά-σιγά ένας-ένας, δύο-δύο κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα στον εχθρό. Στις 5 το πρωί κατάφεραν να φτάσουν στο Κεστανέ Σαϊβασί, όπου έμειναν δύο μέρες μέχρι να έρθει και ο αρχηγός τους Απανόζ Αντώνης. Ο κουνιάδος του δεν επέστρεψε μαζί του, όπως έμαθαν αργότερα έγινε προδότης και οδηγούσε τους Τούρκους κατά πόδι των ανταρτών διότι ήξερε τα λημέρια τους. Μέχρι τις 10 Ιανουαρίου άλλαζαν συνεχώς μέρη για να αποφεύγουν τους τούρκους στρατιώτες. Οι στρατιώτες φεύγοντας από το χωριό του Αναστάς το έκαψαν για να μην έχουν οι αντάρτες εφόδια με εντολή του ταγματάρχη που ηγούνταν της στρατιωτικής δύναμης. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες μετά 15 μέρες οι αντάρτες πήγαν στο χωριό Εγριπέλ και έμειναν εκεί μέχρι τις 27 Ιανουαρίου. Μετά από 2 μέρες πήγαμε έξω από τα χωριό σε μία πλαγιά είχε μία μεγάλη πέτρα όπου παλιά υπήρχε μία εκκλησία της Παναγίας. Το μέρος αυτό ονομάζονταν Χασάν γιαλέ. Δύο μέρες έμειναν μόνο διότι τους κυνήγησαν ξανά ο τουρκικός στρατός, αναγκάστηκαν να φύγουν προς το χωριό Ερικλί, όπου και έμειναν για το βράδυ. Το πρωί πήγαν στα καλύβια των ανταρτών του Ασλάν Νταμί στο βουνό Καπαφιντίχ.
Στο βουνό Καπά Φιντίχ κοντά στο χωριο Ασλάν νταμί ο τουρκικός στρατός περικυκλώνει τους αντάρτες. Δεν πρόλαβαν να ειδοποιηθούν, παρ’ όλα αυτά αντιστάθηκαν. Ο Αναστάς Ιωαννίδης τραυματίζετε άσχημα στο πρόσωπο, στο στήθος στα χέρια και στα πόδια. Κατάφερε και σύρθηκε μέχρι τους συντρόφους του που πολεμούσαν με πείσμα του επιτιθέμενους στρατιώτες. Ο Ιωάννης Μιχαηλίδης ή Τζερκέζ Γιάκνος του έδωσε ένα ρώσικο όπλο να πολεμήσει δίπλα τους. 12 αντάρτες αντιστέκονταν στις συνεχείς επιθέσεις 800 Τούρκων στρατιωτών. Η μάχη διήρκησε μέρες και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιος θα ήταν τελικά ο νικητής. Μία νύχτα τους πλησίασε ο παπάς του χωριού Ερεκλί που κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό των Τούρκων στρατιωτών. Την επόμενη μέρα άκουσαν την σάλπιγγα να παιανίζει και νόμιζαν πως θα τους επιτεθούν. Τελικά το πρωί οι Τούρκοι είχαν φύγει. Μάζεψαν τα όπλα από τους σκοτωμένους χωροφύλακες, 17 στο σύνολο, τα παγούρια τους, τα ρούχα τους και βγήκαν στο δρόμο για το χωριό Κελ ουσαγί, όπου έφτασαν ξημερώματα, το βρήκαν καμένο εκτός από το σπίτι του παπά που δεν κάηκε.
Στα βουνά της περιφέρειας τους παρέμειναν για 15 μέρες στην περιφέρεια τους, όταν κάποια στιγμή ήρθε στο λημέρι τους ένα γράμμα από τον Φερίκ Μπέη που ζητούσε συνάντηση στο χωριό Εγριπέλ. Την συνάντηση την προκάλεσε για να επιπλήξει τους αντάρτες που δεν φέρθηκαν με σεβασμό στου νεκρούς στρατιώτες. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις ο καθένας έφυγε για τα μέρη του. Ανεβαίνοντας στο λημέρι τους είδαν από μακριά να τους πλησιάζει ένα Τούρκος αξιωματικός ο Ασλάν μπέη, που τους τροφοδοτούσε με πολεμοφόδια έναντι αδρής αμοιβής. Αυτός όπως έμαθαν αργότερα ήταν Έλληνας Κουρτζής. Στην λογομαχία που είχαν με το αρχηγό μας τον Αμπανόζ όταν ο τελευταίος τον απείλησε να τον σκοτώσει επειδή ήταν Τούρκος αυτός κατέβασε τα παντελόνια του για να δείξει πως δεν είχε κάνει σουνέτ άρα ήτα χριστιανός. Ήταν μαζί με τον Φερίκ μπέη στην μάχη του Καπα φιντίχ. Όπως τους εξήγησε αυτός ήταν η αιτία να παιανίσει η σάλπιγγα οπισθοχώρηση. Πως έγινε αυτό; Έπεισε τον Φερίκ μπέη πως αυτόν που έβλεπε μέσα στη νύχτα καβάλα σε ένα άσπρο άλογο και πήγαινε μια εδώ και μία εκεί ήταν ο Άγιος Γεώργιος που προστάτευε τους Έλληνες αντάρτες. Δύο μέρες από την συνάντηση μας με το Ασλάν μπέη μάθαμε πως κατάφερε να φύγει από την Τουρκία.
Αυτά τα δύο περιστατικά που περιγράφει με γλαφυρότητα ο Αναστάς είναι ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατούσε στα χωριά του Πόντου.
Οι σύντροφοι του Αναστάς επειδή δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει του έκαναν ένα γιατάκι στον τσεσμέ του Σεμερτζιλέρ για να αναυπαθεί αυτός και η γυναίκα του. Ο στρατός συνέχιζε τις θηριωδίες του στα χωριά, οπότε αναγκάζετε να μείνει μόνο δύο μέρες, έφυγε για το χωριό Καγιά κουνεγί στο βουνό Κελεμέρ νταγί για μεγαλύτερη ασφάλεια. Από εκεί έφυγαν στο χωριό Κουρκέν πουναρί και στα λημέρια του Ζαβρόγλου Γιώργη. Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε στο χωριό Εγριπέλ όπου συνάντησε τους συντρόφους του αντάρτες. Την άλλη μέρα έφυγαν για το μέρος της Παναγιάς στο Χασάν καλέ. Κάθησαν πολλές μέρες μέχρι περίπου τις 17 Μαρτίου όταν και κατέβηκαν στα βουνά του χωριού Ταφλάνκιοι. Εκεί οι αντάρτες του χωριού Κιζίλκιοϊ συνέλαβαν έναν άνδρα που δεν τους έλεγε ποιος ήταν και απαιτούσε να τον πάνε σε ανώτερο τους. Όταν τον παρουσίασαν στον Αμπανόζ αγά φανέρωσε την ταυτότητα του. Ονομάζονταν Πέτρος Απεσλής από την Τραπεζούντα και ήρθε να καθίσει κάποιες μέρες κοντά στους αντάρτες. Τελικά έμεινε ένα μήνα κοντά τους και πάντα συζητούσαν κρυφά οι δύο τους. Μια μέρα λέει στους συγκεντρωμένους αντάρτες πως έρχεται ένα ρωσικό θωρηκτό για να παραλάβει όσους ήθελαν να φύγουν στην Ρωσία. Αμέσως πήρε τον λόγο ο Αμπανόζ αγά και απευθυνόμενος στα παλληκάρια τους είπε πως καλό είναι να φύγει μαζί με την γυναίκα του που ήταν άρρωστη και τον κουμπάρο του τον Αναστάς που ήταν πληγωμένος. Τους υποσχέθηκε πως θα γυρίσει με πολεμοφόδια και πως μία μεγάλη δύναμη, η Ρωσία θα έρθει να απελευθερώσει την Σαμψούντα. Πόθοι και καημοί εκατοντάδων χρόνων για τους ταλαίπωρους ραγιάδες.
Στις 10 Απριλίου κατέβηκαν από το βουνό πέρασαν από το χωριό Κιζίλκιοι, μετά από το Βαγί κελίκ μέχρι που αντίκρισαν την θάλασσα, όπου είδαν ένα θωρηκτό να βομβαρδίζει τα παράλια. Με συνθηματικά που τους έδειξε ο Πέτρος Απεσλής το θωρηκτό σταμάτησε για να τους παραλάβει με μία βάρκα. Όταν ανέβηκαν στο πλοίο και αφού του καλωσόρισαν εγκάρδια οι Ρώσοι αξιωματικοί και ναύτες το θωρηκτό συνέχισε την πορεία του προς την Σαμψούντα. Όταν έφτασε στο λιμάνι της άρχισε με τα πυροβόλα του να βομβαρδίζει την πόλη. Μετά από τρείς ώρες έφτασαν στην Τραπεζούντα όπου και αποβιβάστηκαν, διότι η πόλη ήταν υπό ρωσική διοίκηση. Προσπάθησαν να βρουν ένα γιατρό για να εγχειρήσει τον Αναστάς αλλά κανείς δεν αναλάμβανε. Η γυναίκα του Αμπανόζ αγά αντίθετα σε 5 μέρες έγινε καλά.
Οι εξελίξεις στη Ρωσία, επανάσταση εναντίον του Τσάρου, δεν ήταν ευνοϊκές για την κατοχή του Πόντου από τις ρωσικές δυνάμεις. Ο ρωσικός στρατός θα έπρεπε να υποχωρήσει. Στις 5 Μαίου 1917 έφυγαν με τα πλοία για το Νοβοροσίνσκι της Ρωσίας. Στην Κριμαία ξεκίνησε μία νέα περιπέτεια μέχρι να βρει γνωστούς φίλους και συγγενείς και έναν γιατρό για να τον θεραπεύσει. Στο σταθμό του Κρίμσκι(Κριμαία) είχε ένα καφενείο, ιδιοκτήτης του ήταν Σαμψουνταίος. Όταν τον είδε με την πολεμική φορεσιά τον Αναστάς προσπάθησε να τον βοηθήσει. Συνάντησε πολλούς Πόντιους από την πατρίδα, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει γιατρό. Τελικά μετά από περιπέτειες και επισκέψεις σε διάφορους γιατρούς που δεν αναλάμβαναν να τον εγχειρήσουν βρήκε στο Κατερίνογκραντ γιατρειά με την βοήθεια ενός Πόντιου Σαμψουνταίου του Καραβάζ. Αυτός έκανε έρανο μεταξύ των Ελλήνων, μάζεψε ένα σεβαστό ποσό και τον πήγε σε γιατρό πάλι Σαμψουνταίο για να τον εγχειρήσει. Η ανάρρωση του έγινε στο Χοστοχάι, παρόλο που είχε συγγενείς στο Σοχούμ, αδέλφια του πατέρα του. Σκέφτηκε πως ήταν πολύ μακριά για να ταξιδέψει μέχρι εκεί. Προτίμησε να μείνει στο Χοστοχάι να αναρρώσει και να βρει τρόπο να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Στις 1 Ιουλίου κατέβηκε στο Νοβοροσίσκι πήγε στην κοινότητα και ετοίμασε τα χαρτιά του για να επιστρέψει στην Σαμψούντα. Όταν τα ετοίμασε νοίκιασε μαζί με άλλους 45 πατριώτες ένα μοτόρ και σε δύο μέρες στις 14 Ιουλίου έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας. Ο Ρεΐσης του Λιμανιού απαγόρεψε στο μοτόρ να πιάσει λιμάνι, διότι είχαν εντολή να μην αφήνουν να αποβιβάζονται από λιμάνια της Ρωσίας λόγω ασθένειας που υπήρχε, πιθανόν πανώλης. Ανάγκασαν τον καπετάνιο με την απειλή όπλων να τους αποβιβάσει στην παραλία κοντά στο Ντερεκιοϊ. Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανά τους. Στο δρόμο τους συνάντησαν χωροφύλακες που νόμιζαν πως ήταν Λαζοί αντάρτες και τους πυροβόλησαν. Για καλή τους τύχη εκεί κοντά ήταν η ομάδα του Λευτέρ Κουλπαρ που τους έσωσε. Στις 15 Ιουλίου κατάφερε επιτέλους να επιστρέψει στο χωριό του και να σταθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και να αγκαλιάσει την γριά μητέρα του.
Ο Αναστάς με τον Αμπανόζ και τον Στυλιανό Γεωργιάδη και άλλους έκαναν μία παρέα αντάρτικη. Ο Αναστάς ήθελε όμως να γνωρίσει τον Αναστάς αγά, ήταν ο επικεφαλής της περιοχής, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Αμπανόζ. Μετά από συζήτηση σε πολύ καλο κλίμα, ο Αναστάς Ιωαννίδης αποφάσισε να παραμείνει στην ομάδα με τον Αντύπα, τον Αμπανόζ και τον Λευτέρ ουστά. Αυτή η αντάρτικη ομάδα την πρώτη επίθεση της την πραγματοποίησε εναντίον του αστυνομικού τμήματος στο χωριό Κουρού πελίτ στις 10 Αυγούστου 1918. Την άλλη μέρα ο Λευτέρ ουστά ο Αντύπας και ο Αμπανόζ στέλνουν τον Αναστάς που πήρε μαζί του και τον Στυλιανό Γεωργιάδη στην μητρόπολη για να ζητήσουν λίρες για να αγοράσουν πολεμοφόδια. Ο μητροπολίτης τους δέχτηκε συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και αποφάσισαν πως μπορούν να δώσουν μόνο χίλιες λίρες. Πήραν τις λίρες και επέστρεψαν στο Τεπετζίκ. Αργά το βράδυ ήρθε στο χωριό ο Γιουβάν τσιαούς Χίντζογλου και μας έφερε τον Ιπποκράτ γιό του γιατρού Δανιήλ, τον είχε φυγαδέψει από την φυλακή της Μπάφρας και έπρεπε κάπου να κρυφτεί. Ο Ιπποκράτ έμεινε κοντά τους ένα μήνα. Αυτό το διάστημα του εξασφάλισε πολεμοφόδια και μετά έφυγε στο χωριό του.
Στις 1 Νοεμβρίου 1918 σκοτώθηκε ο Λευτέρ ουστάς-Κουλπάρ. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως σκοτώθηκε από ανθρώπους του Αναστάς αγά.
Έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μικρών αντάρτικων ομάδων, σκοτώθηκε ο Αναστάς αγά και πολλοί αντάρτες άδικα. Τελικά σε όλη την παραλιακή ζώνη αρχηγός όλων των ανταρτών έγινε ο Αμπανόζ Γιώργης. Αντίθετα στην ενδοχώρα σε κάθε χωριό υπήρχε και ένα αρχηγός. Η μεγαλύτερη ανταρτική ομάδα ήταν αυτή με αρχηγούς τουςς Μπαλγιράν Ηλία και Στυλιανού Γεωργιάδη. Πολεμούσαν τους Τούρκους και την πρώτη μάχη την έδωσαν στην παραλία με το στρατό που περνούσε προερχόμενοι από την Μπάφρα. Σκότωσαν 30 στρατιώτες, πήραν τα όπλα τους και αποσύρθηκαν στα βουνά. Από τους αντάρτες 8 πληγώθηκαν.
Όταν καθάρισε η κατάσταση μεταξύ των ανταρτικών ομάδων οι επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στρατού και σε κτίρια της χωροφυλακής μέσα στα χωριά ήταν καθημερινές. Στις ελεύθερες ώρες τους στα γλέντια τους εκτός από τα κλασικά τραγούδια είχαν συνθέσει και αντάρτικα τραγούδια «του πολέμου» όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο Αναστάς Ιωαννίδης. Χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών ήταν, όπως διαπίστωσα από την αφήγηση του, πως τραγουδιόνταν στην τουρκική γλώσσα.
Μετά από λίγους μήνες έφτασαν στην Σαμψούντα οι Άγγλοι με πολύ στρατό για να προστατεύσουν τις μειονότητες όπως έλεγαν. Τους είχε ήδη ειδοποιήσει και η μητρόπολη Αμάσεια για αυτό το γεγονός. Ορισμένοι αντάρτες άρχισαν να σκέφτονται πως καλό θα ήταν να κάνουν κάποιες οικονομίες από τα χρήματα που κέρδιζαν από τον πόλεμο και να περάσουν στη Ρωσία. Οι Άγγλοι μέσα στην Σαμψούντα είχαν αφήσει την τουρκική χωροφυλακή ανέπαφη για την επιτήρηση της τάξης. Σε μία από τις αψιμαχίες μεταξύ ανταρτών και χωροφυλακής σκοτώθηκε και ο Αναστάς αγά. Μάλλον από προδοσία έγινε όλο το θανατικό. Ο αλληλοσπαραγμός των ανταρτικών ομάδων συνεχίστηκε.
Οι Άγγλοι λίγο πριν έρθει ο Κεμάλ στη Σαμψούντα έφυγαν και άφησαν το πεδίο ελεύθερο για τον ίδιο και τις ομάδες του. Οργάνωσε καλά τον στρατό του και ξεκίνησε ένα νέος πόλεμος με τις ελληνοχριστιανικές αντάρτικες ομάδες. Ο Τεμίρ Αλή μπέη έφτασε στην Σαμψούντα με 2.000 στρατιώτες. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό και ζητούσε από τους κατοίκους να πάψουν να βοηθάνε τους αντάρτες και οι τελευταίοι να παραδοθούν αμέσως. Μέσω των παπάδων έστελνε μηνύματα στους αντάρτες και ειδικά στον Αμπανόζ Γιώργη να παραδοθεί. Έτσι ξεκίνησε ένας δεύτερος γύρος πολέμου, σκληρός και πολύ φονικός όχι μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούσαν. Τα θύματα ήταν και μεταξύ των αμάχων τόσα πολλά που δεν φτάνουν λίγες σελίδες για να την αποτυπώσουν.
Στον δύσβατο ορεινό όγκο μεταξύ της Μπάφρας και της Σαμψούντας διεξήχθησαν μερικές από τις πιο φονικές μάχες μεταξύ ανταρτών και τουρκικού στρατού. Τα γεγονότα στην περίοδο 1919-22 είναι πολλά και τα παρουσιάζει με λεπτομέρειες ο Αναστάς. Μέσα από τις σελίδες του προσωπικού του αρχείου ξεδιπλώνετε μπροστά στα μάτια μας ο ηρωισμός ανθρώπων αγράμματων μεν αλλά με ψυχή και θέληση να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.
Η σφαγή της Μπάφρας στις 1/6/1921 ήταν καθοριστική για την στάση που θα ακολουθούσαν. Σε μία σύσκεψη όλων των αντάρτικων δυνάμεων αποφάσισαν να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα που προσπαθούσαν αλαφιασμένα να φτάσουν στην Σαμψούντα και να φύγουν με τα πλοία στην Ελλάδα. Ο τουρκικός στρατός παρεμπόδιζε την είσοδο τους στην πόλη με αποτέλεσμα να γυρίζουν στα βουνά, χωρίς τρόφιμα και νερό τρώγοντας άγρια χόρτα και πίνοντας νερό από λασπόνερα. Περίπου 4 μήνες τριγύριζαν στα βουνά ώσπου κατάφεραν μετά από συμφωνία με τούρκους αξιωματούχους να επιτρέψουν στα γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα από τη Σαμψούντα. Όλο το 1921 όπως μας περιγράφει αναλυτικά γίνονται από τους Τούρκους πορείες εξορίας. Από την Σαμψούντα 475 άτομα δεν επέστρεψαν ποτέ μετά από πορεία εξορίας. Το ίδιο συνέβη όταν τον μητροπολίτη Ζήλων Ευθύμιο και 13 παπάδες σε πορεία εξορίας μέσω της Αμάσειας.
Οι αντάρτες που έμειναν πίσω ήταν περίπου 225, έκαναν συμφωνία με κάποιο Αλή Ρεΐς να τους μεταφέρει με το μοτόρ του(πλοίο) στην Στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις κατάφεραν να περάσουν στις 17/12/1922, πληρώνοντας παγκανότια.
Στη Σοβιετική Ένωση έμειναν μέχρι τις 2/1/1923, μέρα που κατάφερε να εκδώσει ελληνικό διαβατήριο στο Σοχούμ. Όλο αυτό το διάστημα για να επιβιώσει δουλεύει στα καπνά και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να εξοικονομήσει χρήματα για την έκδοση του διαβατηρίου, το οποίο εκδόθηκε από το περσικό προξενείο.
Η παραμονή τους στην Στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν πολύ καλή όπως μας την περιγράφει. Καθημερινά έπρεπε να δίνουν το παρόν στην αστυνομία. Όλοι οι αντάρτες θεωρούνταν ύποπτοι και ανακρίνονταν για τις προθέσεις τους. Οι επίσημες αρχές δεν πίστευαν πως ήθελαν να φύγουν στην Ελλάδα, αλλά πως ήρθαν στη Ρωσία για σαμποτάζ. Παρά τις δύσκολες αυτές συνθήκες κατάφερναν να συναντιούνται μυστικά και να καταστρώνουν το σχέδιο αναχώρησης τους για την πατρίδα. Τελικά κατάφεραν να συνεννοηθούν με ένα καπετάνιο που είχε έρθει να φορτώσει σιτηρά από το Νοβοροσίνσκι για τον Πειραιά. Στις 26 Δεκεμβρίου με απόλυτη μυστικότητα επιβιβάστηκαν στο καράβι και αναχώρησαν για την πατρίδα. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 60.000 μπουτ σιτάρ και ανάμεσα στα αμπάρια κρυμμένοι ο Αναστάς και οι φίλοι του. Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το καράβι έμεινε 2 μέρες και μετά αναχώρησε για τον Πειραιά. Όταν αποβιβάστηκαν τους οδήγησαν σε ένα στρατώνα από όπου τους ειδοποίησαν πως θα τους μετέφεραν στην Κρήτη. Όλοι μαζί αντέδρασαν διότι οι περισσότεροι είχαν συγγενείς στη Δράμα και στην Καβάλα. Ο Αναστάς δεν ξεκαθαρίζει αν στο καράβι ήταν τελικά και οι 650 αντάρτες που είχαν μυστικά αποφασίσει να φύγουν παράνομα στην Ελλάδα. Από το γεγονός όμως πως τους είχαν σε στρατώνα σημαίνει πως τελικά κατάφεραν να επιβιβαστούν όλοι όσοι είχαν συμφωνήσει να φύγουν με κάθε τρόπο από την Σοβιετική Ένωση.
Προσπάθησα να περιγράψω συνοπτικά την πορεία ενός ανθρώπου από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την εγκατάσταση του στη Δράμα, όπου βρίσκονταν η οικογένεια του. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησα λεπτομέρειες από το βιβλίο του. Στις περισσότερες ακολούθησα την χρονολογική σειρά των γεγονότων όπως την παραθέτει ο ίδιος δίχως να αναφερθώ σε λεπτομέρειες από τις συγκρούσεις, τις σφαγές, τις πορείες εξορίας, γεγονότα που είναι συγκλονιστικά και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της λεπτομερής αφήγησης του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)