Η ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΙΣ 11 ΙΟΥΛΙΟΥ
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Θα πρέπει από την αρχή να διευκρινίσω ορισμένα ζητήματα, γιατί οφείλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σας, ώστε να μην υπάρξουν πιθανές παρερμηνείες.
Πρώτα-πρώτα δεν είμαι ιστορικός και συνεπώς δεν μπορώ να κρίνω με τη γνώση του ειδικού το βιβλίο του φίλου Χρήστου Κοζαρίδη. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι κατ' αρχάς δεν μπορώ να εκφράσω άποψη επί της επιστημονικότητάς του. Μπορώ, βέβαια, με τα εργαλεία που μου παρέχει η ακαδημαϊκή μου κατάρτιση, να διαπιστώσω ότι αυτό διαθέτει όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία που η τυπική ακαδημαϊκή έρευνα απαιτεί, ώστε ένα έργο να γίνεται αποδεκτό και να προσμετράτε σε εκείνα που συμβάλλουν σοβαρά στην οικοδόμηση της γνώσης.
Το δεύτερο που δεν μπορώ να κάνω, και που έχει άμεση συνάρτηση με την προηγούμενη παραδοχή, είναι ότι δεν μπορώ να το κρίνω επί της ουσίας. Επί της ουσίας θα πει, αν πράγματι αυτά που υποστηρίζει είναι έτσι όπως τα υποστηρίζει, δηλαδή δεν μπορώ να πάρω θέση απέναντι στις απόψεις που εκφράζονται και αυτό όχι γιατί δε συμφωνώ με αυτές, αλλά γιατί δεν είμαι γνώστης της πλούσιας βιβλιογραφίας με την οποία τεκμηριώνει τις απόψεις και τα συμπεράσματα του, ώστε να μπορώ να κρίνω αν αυτή η τεκμηρίωση είναι ουσιαστική και επαρκής ή όχι.
Μία τρίτη παράμετρος, που από μόνη της θα δημιουργούσε δισταγμούς και ενδεχομένως αμηχανία στον κάθε εισηγητή, είναι το ίδιο το αντικείμενο της απόπειρας του συγγραφέα. Θέλω να πω ότι ο Χρήστος Κοζαρίδης, προφανώς εν γνώσει του, αλλά φαντάζομαι και από προσωπική ανάγκη ή ίσως και από μια αίσθηση χρέους απέναντι στην ιδιαίτερη ιστορία των Γκαγκαβούζηδων, επιχειρεί μια ριψοκίνδυνη καταβύθιση με όλες τις πιθανές παρερμηνείες, επιφυλάξεις ή και ενστάσεις που αυτή συνεπάγεται.
Η καταβύθιση συνίσταται στο εξής: Είναι μια βουτιά στον ιστορικό χρόνο με στόχο τον εντοπισμό μιας καταγωγής. Τίποτε πιο σίγουρο για να σε καταπιεί ο βυθός από το να επιχειρήσεις να διερευνήσεις την καταγωγή μιας φυλετικής ομάδας, ενός φύλου, μιας εθνότητας ή μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής συλλογικότητας. Προσέξτε ότι ήδη ανέφερα τέσσερις όρους, τέσσερις λέξεις ή περιφράσεις για να προσδιορίσω μια πληθυσμιακή ομάδα γιατί δεν ξέρω ποιος όρος είναι ο σωστός ή ο αποδεκτός.
Αποδεκτός από ποιον; Από την επιστημονική κοινότητα στην οποία όλα τα μέτωπα, σε σχέση με τέτοιου είδους ορολογίες, είναι ανοιχτά; Από τις πολιτικές ιδεολογίες που κάθε μία τις χρησιμοποιεί ανάλογα με τους δικούς της στόχους; Από την επίσημη κρατική ιδεολογία και πολιτική, η οποία, ενδεχομένως, από την χρήση και μόνο ορισμένων όρων μπορεί να αισθανθεί τον πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο
διάσπασης μιας αρραγώς οικοδομημένης εθνικής ταυτότητας; Ή από τους ίδιους τους ανθρώπους αυτής της ομάδας οι οποίοι μπορεί καθόλου να μη θέλουν να τα σκαλίζουν όλα αυτά, αφού ήδη, ως μέλη μιας συνολικής εθνότητας, αυτής των Ελλήνων, είναι αρμονικά συνταιριαγμένοι με τον εαυτό τους και καλύπτονται πλήρως από αυτόν τον ασφαλή και σίγουρο εθνικό αυτοπροσδιορισμό;
Παρόλα αυτά όταν ψάχνεις τις ρίζες σου και κυρίως όταν δημοσιοποιείς τα αποτελέσματα των ερευνών σου, είσαι αναγκασμένος να αναφερθείς στα ευρήματα σου με συγκεκριμένες λέξεις και ορολογίες.
Μεταφορικά μιλώντας, περπατάς πάνω σε ένα ναρκοπέδιο. Έννοιες όπως έθνος, συλλογική ταυτότητα, εθνική ταυτότητα, εθνότητα, εθνισμός, φύλο, φυλή, εθνοτική ομάδα, κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί, μυθοποιητικοί μηχανισμοί, γλώσσα, θρησκεία, αλληλεγγύη, κοινωνικές τάξεις, πολιτειότητα, πολιτισμικές συλλογικότητες και πολλές άλλες είναι αυτές που πρέπει να χρησιμοποιήσεις και δυστυχώς, από πρόθεση, σκοπιμότητα ή στείρο ακαδημαϊσμό δεν είναι αθώες.
Ο Χρήστος Κοζαρίδης τα ξέρει όλα αυτά. Και όχι μόνο μπήκε στη διαδικασία της αναζήτησης, όχι μόνο αφιέρωσε και αφιερώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του σε αυτό το στόχο, αλλά δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της έρευνάς του. Χρειάζεται δύναμη και κουράγιο γι' αυτό και ό ίδιος θα μας πει τι τον σπρώχνει σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.
Τώρα, αφού σας εξήγησα τι δεν μπορώ να σας πω και για ποιους λόγους δεν μπορώ, θα κάνω αυτό που νομίζω ότι είναι το πιο εύκολο. Θα σας μιλήσω για το ίδιο το βιβλίο και για τα πράγματα που προσπαθεί να πει, έτσι τουλάχιστον όπως εγώ τα κατάλαβα. Αν κάτι παρανόησα, αν κάπου κάνω λάθος, θα παρακαλούσα το συγγραφέα να το διορθώσει στη δική του εισήγηση.
2. Παρουσίαση
Όπως, φαντάζομαι, έγινε ήδη φανερό το βιβλίο του Χρήστου Κοζαρίδη « Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες- Ταυτότητες- Ιστορικές πηγές και η πορεία μας μέσα στο χρόνο » , είναι μια μελέτη. Και όπως κάθε μελέτη έχει ένα κεντρικό στόχο.
Κεντρικός στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι να επιχειρήσει να διερευνήσει τις απαρχές της παρουσίας των Γκαγκαβούζηδων σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στη συνέχεια, δια μέσου αυτής της παρουσίας, να πιθανολογήσει την καταγωγή τους και τέλος να εντοπίσει και να προσδιορίσει την ιστορική τους πορεία από την πρώτη εμφάνιση τους μέχρι και σήμερα.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, υπάρχουν τρεις επιμέρους στόχοι οι οποίοι, όπως γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη, αποβλέπουν σε ένα τελικό σκοπό: στην αποκατάσταση της αξίας τους.
Αυτός ο σκοπός, όπως φαίνεται από το βιβλίο, δεν τέθηκε στη βάση της απόδοσης μιας υπεραξίας σε μια ήδη επαρκώς αναγνωρισμένη φυλετική οντότητα, η οποία κατ' αρχάς κατανοούσε τον εαυτό της ως αναπόσπαστο κομμάτι του βυζαντινού ελληνισμού και στη συνέχεια και για μεγάλο διάστημα ως τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού, αλλά επιδιώχθηκε ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: για την απαξιωτική και εν πολλοίς υποτιμητική αντιμετώπιση του.
Εδώ οφείλω μια διευκρίνιση. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με το Χρήστο και να του θέσω μια σειρά από ερωτήσεις και προβληματισμούς, όπως και να του εκφράσω την άποψη μου σχετικά με αυτό το ζήτημα. Του είπα, δηλαδή, ότι δεν είχε υποπέσει στη δική μου αντίληψη μια τέτοια υποτιμητική άποψη για τους Γκαγκαβούζηδες, τουλάχιστον εδώ, στο Λαγκαδά. Εκείνο που εγώ αντιλήφθηκα ήταν η απόδοση ορισμένων χαρακτηριστικών χαρακτηρολογικού τύπου, όπως συνηθίζεται, μέσα από απλουστευμένες γενικεύσεις, να αποδίδονται από ορισμένες ομάδες σε κάποιες άλλες, πράγμα που δε συνιστούσε επαρκή λόγο να καταπιαστεί κάποιος με όλο αυτό το θέμα, ώστε να αποκαταστήσει τα πράγματα.
Είναι προφανές ότι η δική μου εμπειρία είναι περιορισμένη και πιθανόν να αγνοώ πράγματα που συνέβαιναν παλιότερα. Το σημαντικό, όμως, που κατάλαβα από τη συζήτηση ήταν ότι τα δεδομένα εδώ ήταν διαφορετικά από αυτά της Θράκης. Εκεί η εμπειρία, πιθανότατα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο κύριος όγκος των γκαγκαβούζικων πληθυσμών που ήρθαν στη Ελλάδα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκε στη Θράκη, μου εξήγησε ότι ήταν διαφορετική και τραυματική.
Άρα για τον ίδιο τον συγγραφέα η ενασχόληση όχι μόνο έχει νόημα, αλλά κατανοείται και ως επιτακτική ανάγκη.
Εδώ κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω.
Για την επίτευξη του τριπλού στόχου η μελέτη ακολουθεί όλα τα βασικά στάδια που επιβάλλονται από μια επιστημονική προσέγγιση, μ$ βάση την τυπική μεθοδολογία.
Πρώτον, υπάρχει ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο αν και δεν καταγράφεται ρητά, εν τούτοις γίνεται εύκολα αντιληπτό κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο περιεχόμενο αυτού του πλαισίου, το οποίο αποφεύγει με ευγένεια έναν ιστορικό θετικισμό, ουσιαστικά δηλαδή έναν επιστημονισμό της ουδετερότητας, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αξία του έργου, επειδή από τη μια κινείται σε μια αυστηρή αντικειμενικότητα και από την άλλη αποφεύγει τους εγκλωβισμούς σε εθνικιστικές προπαγάνδες. Το τελευταίο το πετυχαίνει στο μέτρο που αποδέχεται και τις σκοπιμότητες των κρατικών ιδεολογιών και πολιτικών αλλά και την ελευθερία του
εθνικού αυτοπροσδιορισμού, έστω και υπό το βάρος επιτακτικών συνθηκών επιβίωσης συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων μέσα σε αντίξοες ιστορικές συγκυρίες.
Δεύτερον, υπάρχει μία δομική σπονδύλωση της έρευνας, κοινώς ένα σχέδιο, που σε βοηθάει να καταλαβαίνεις από πού ξεκινάει και πού θέλει να φτάσει. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς καλύτερα αν δει τα κεφάλαια και τη νοητή γραμμή που τα ενώνει, συμπλέκοντας έτσι στέρεα τους τρεις επιμέρους στόχους. Σ' αυτά θα αναφερθώ αναλυτικά παρακάτω.
Τρίτον, υπάρχει μια πλήρης ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας, καθοδηγούμενη με συνέπεια από το θεωρητικό πλαίσιο, η οποία δείχνει τη δυνατότητα του συγγραφέα να μπορεί να τιθασεύει ακόμη και τα συναισθήματα του, εντάσσοντας τα στην εξυπηρέτηση της αλήθειας, έστω και αν αυτή φαίνεται να τον πληγώνει. Αναφέρομαι, κυρίως, στις ματαιωμένες προσδοκίες των Γκαγκαβούζηδων της Μολδαβίας σε σχέση με τις αναποτελεσματικές ή αναντιστοιχίες, με τις αναμονές τους, πρακτικές της ελληνικής πολιτείας, η οποία φαίνεται να μην τους αγνοεί αλλά η γραφειοκρατία της να βρίσκεται πολύ μακριά από τις ψυχές αυτών των ανθρώπων.
Τέταρτο και τελευταίο, υπάρχει μια πλούσια και σημαντική βιβλιογραφική έρευνα. Η βιβλιογραφία εκτείνεται σε πηγές ιστορικές, κοινωνιολογικές, πολιτικές και εκκλησιαστικές, τόσο ελληνικές όσο και ξενόγλωσσες. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην αναδίφηση σε αρχεία και έγγραφα και, βεβαίως, πρέπει να τονιστεί η έρευνα πεδίου, δηλαδή οι επαφές, οι συζητήσεις, οι συνεντεύξεις και οι μαρτυρίες που κατάφερε να πάρει ο συγγραφέας από ηλικιωμένους Γκαγκαβούζηδες στους τόπους που ζούνε σήμερα.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει, κυρίως, εδώ είναι να δούμε με τι ακριβώς ασχολείται ο συγγραφέας στη μελέτη του, ποια είναι δηλαδή η νοητή γραμμή που ακολουθεί για να πετύχει τους στόχους του.
Αυτό μας οδηγεί να δούμε πιο αναλυτικά τα ιδιαίτερα σημεία στα οποία επικεντρώνεται και με τα οποία ασχολείται σε κάθε κεφάλαιο.
Έτσι στην εισαγωγή του βιβλίου επιχειρείται να διερευνηθεί αν και κατά πόσο οι Γκαγκαβούζηδες αποτελούν γλωσσική ή φυλετική μειονότητα ή μια ξεχωριστή κοινότητα. Με βάση διεθνείς συνθήκες και αποφάσεις οργανισμών, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους οι ίδιοι και με την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου ιστορικού-θεωρητικού σχήματος, η απάντηση είναι ότι αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα η οποία δεν είχε ποτέ μια ιδιαίτερη εθνοτική συνείδηση ικανή να απαιτήσει τη μετεξέλιξη της σε εθνικό κράτος. Οι εγγενείς κοινωνικές και οικονομικές ενδοκοινοτικές διαφοροποιήσεις αλλά και οι ιστορικές συγκυρίες τους οδήγησαν σε διαφορετικές εθνικές ενσωματώσεις.
Στο πρώτο κεφάλαιο βρίσκει κανείς μια αναλυτική περιγραφή του γεωγραφικού χώρου στον οποίο αυτή η ξεχωριστή κοινότητα βρέθηκε, έζησε και δραστηριοποιήθηκε. Πρόκειται για την ανατολική περιοχή της χερσονήσου του Αίμου. Καταγράφονται, επίσης οι λαοί και οι φυλές που έζησαν στην ίδια ή στην ευρύτερη περιοχή, η εξέλιξη τους, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους και οι αλληλεπιδράσεις τους μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις αποικίες και πόλεις του δυτικού Εύξεινου Πόντου, άλλες αρχαίες ελληνικές και άλλες ρωμαϊκές. Δεν επιχειρείται μια ευθεία και γραμμική σύνδεση με τους νεότερους πληθυσμούς. Η αναφορά γίνεται για λόγους ιστορικού προσδιορισμού μιας γεωγραφικής περιοχής στην οποία οι αλλαγές και οι ανακατατάξεις πληθυσμών και εθνοτήτων ήταν συχνό φαινόμενο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο καταγράφονται οι μεταναστεύσεις και οι εγκαταστάσεις διαφόρων λαών στα Βαλκάνια τόσο κατά τη ρωμαϊκή όσο και κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Πιο αναλυτικά η καταγραφή ξεκινάει από τη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο, συνεχίζει με τους μέσους χρόνους, στους οποίους έχουμε την εμφάνιση των Σλάβων και των Βουλγάρων με την ίδρυση του Α' Βουλγαρικού κράτους, εκτείνεται στην παρουσία των Πετσενέγκων, των Ούζων και των Κουμάνων, περίοδο κατά την οποία ιδρύεται το Β' Βουλγαρικό κράτος και καταλήγει με την εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων, την υστεροβυζαντινή περίοδο και την κατάληψη του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς.
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για δύο κεφάλαια με ευρεία αναφορά σε ιστορικά γεγονότα και αρκετά λεπτομερή περιγραφή εμφανίσεων, εγκαταστάσεων, κατακτήσεων διαφόρων λαών από άλλους, πράγμα που ίσως δημιουργήσει μια πρώτη εντύπωση υπερβολικής ιστοριογραφίας. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι παρά το αναγκαίο γνωστικό και ιστορικό υπόβαθρο για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τις μελλοντικές εξελίξεις και να ερμηνεύσει τη σύνδεση των μετέπειτα γεγονότων αλλά και πολιτικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Η σαφήνεια με την οποία περιγράφεται από τη μία μεριά η ρευστότητα της περιοχής και από την άλλη οι σταθερές γύρω από τις οποίες πληθυσμιακές ομάδες εύρισκαν σημεία αναφοράς για τον θρησκευτικό ή εθνοτικό προσδιορισμό τους, είναι ιδιαίτερα βοηθητική.
Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται ένα δύσκολο εγχείρημα, ίσως το δυσκολότερο όλου του βιβλίου. Ο συγγραφέας ακουμπάει το ζήτημα της καταγωγής των Γκαγκαβούζηδων. Το κάνει με πολύ προσεκτικό τρόπο. Πρώτα αναφέρει τις απόψεις της επιστημονικής κοινότητας για το ζήτημα και στη συνέχεια μέσω στοιχείων, αναφορών και υποθέσεων, συνδιαλέγεται μαζί της, αντικρούοντας θέσεις, συμφωνώντας με γνώμες ή διορθώνοντας όσα θεωρεί ότι είναι λαθεμένα ή παραπλανητικά.
Υπάρχει μια ισχυρή επιχειρηματολογία και οι θέσεις του βασίζονται μερικές φορές και σε εξαντλητικές λεπτομέρειες, που μπορεί κατά μία έννοια να θεωρούνται και κουραστικές, αλλά είναι εντελώς απαραίτητες για να τεκμηριωθεί με τον πιο στέρεο τρόπο άποψη του.
Στο τέταρτο κεφάλαιο αρχίζει η παρακολούθηση της ιστορικής πορείας των Γκαγκαβούζηδων, εγχείρημα δύσκολο γιατί αυτή η πορεία χάνεται πολλές φορές μέσα στη σκοτεινή περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή στις δύσκολες ατραπούς πολέμων, αντιπαλοτήτων, εθνικισμών και βίαιων προσηλυτισμών στους οποίους οι κάτοικοι των πολύπαθων γκαγκαβούζικων χωριών δεν είχαν πάντα τη δύναμη, τη διάθεση ή το συμφέρον να εναντιωθούν.
Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται η Οθωμανική περίοδος από το 1444 μέχρι το 1860, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-1812, η αφύπνιση των Βουλγάρων, το Εκκλησιαστικό σχίσμα και η Βουλγαρική ηγεμονία και τέλος δίνονται πληθυσμιακά στοιχεία της περιοχής των Γκαγκαβούζηδων.
Το ενδιαφέρον στοιχείο στο πέμπτο κεφάλαιο βρίσκεται στις επιπτώσεις που είχε η ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους στη ζωή των Γκαγκαβούζηδων αλλά και γενικότερα των Ελλήνων που ζούσαν σε βουλγαρικά εδάφη. Η καταγραφή άρθρων και ανταποκρίσεων της εποχής δίνει έναν άμεσο και ζωντανό τόνο τόσο για τις πρακτικές και τις επιδιώξεις του βουλγαρικού κράτους όσο και για τις προσπάθειες αντίδρασης του ελληνισμού της Βουλγαρίας.
Στο έκτο κεφάλαιο μπορεί κανείς να δει πιο συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους προσπάθησαν να αντιδράσουν οι Έλληνες της Βουλγαρίας κατά την εν λόγω περίοδο, ιδρύοντας σωματεία και φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους. Αναλύεται και περιγράφεται η κατάσταση της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βάρνα και στα γκαγκαβούζικα χωριά της Δοβρουτσάς, όπως και η εκπαίδευση άλλων εθνοτήτων και επισημαίνεται η δράση των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων στην ίδια περιοχή.
Στο έβδομο κεφάλαιο και με βάση περιηγητικές, ιστορικές και εκκλησιαστικές πηγές ο συγγραφέας ακολουθεί το δρόμο των Γκαγκαβούζηδων στην ανατολική Θράκη. Η κατεύθυνση αυτού του δρόμου είναι συνυφασμένη με τις αντιπαραθέσεις Ελλήνων, Βουλγάρων και Νεότουρκων.
Οι επιπτώσεις στη ζωή των διαφόρων εθνοτήτων που βρέθηκαν να ζουν σε τόπο εχθρικό σε σχέση με τον εθνικό τους προσδιορισμό, περιγράφονται στο όγδοο κεφάλαιο, ως απότοκες των Βαλκανικών αλλά και του Α' παγκόσμιου πολέμου. Σ' αυτό το κεφάλαιο καταγράφονται, επίσης, οι διωγμοί των Γκαγκαβούζηδων από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, εξαιτίας της επιμονής τους να ταυτίζονται με τον ελληνισμό της ανατολικής Θράκης.
Η ιστορία αλλάζει και η ανατολική Θράκη ανακαταλαμβάνεται από τις ελληνικές δυνάμεις. Στο ένατο κεφάλαιο περιγράφονται οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους για την παλιννόστηση των προσφύγων και οι απόπειρες του να στηρίξει υλικά και ηθικά τους εκδιωχθέντες που επέστρεφαν. Η οριστική απώλεια της ανατολικής Θράκης είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, και τον οριστικό ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών και μαζί με αυτούς και των Γκαγκαβούζηδων, οι οποίοι εγκαθίστανται σε διάφορα ελληνικά εδάφη.
Το βιβλίο κλείνει με την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας, τα τελικά συμπεράσματα και την αναφορά της παρουσίας των Γκαγκαβούζηδων σήμερα, στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία.
Στο τέλος υπάρχει ένα παράρτημα με φωτογραφικό υλικό το οποίο ο συγγραφέας συγκέντρωσε από τα γκαγκαβούζικα χωριά του βόρειου Έβρου. Από αυτό το υλικό μπορεί κανείς να αντλήσει πρωτογενείς και αδιαμεσολάβητες πληροφορίες ιστορικής και λαογραφικής σημασίας.
3. Συμπεράσματα - Παρατηρήσεις
Θα ήθελα, τελειώνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση, να κλείσω με μερικά συμπεράσματα και γενικές παρατηρήσεις.
Επισημαίνω, λοιπόν, κατ' αρχάς ότι το βιβλίο έχει αξία καθ' εαυτό, επειδή αποτελεί μια προσπάθεια να φωτιστεί ένα θέμα, δηλαδή η καταγωγή και η πορεία μιας ξεχωριστής κοινότητας, ουσιαστικά κατά το συγγραφέα η ιστορία ενός θρακιώτικου φύλου, με το οποίο ελάχιστοι μέχρι τώρα ασχολήθηκαν.
Αν η ενασχόληση με την ιστορία των Γκαγκαβούζηδων, η διακρίβωση της συνέχειας τους στο χώρο και το χρόνο, η αναφορά σε κοινωνικές συμπεριφορές, επιλογές ή αναγκαστικές προσαρμογές σε ευρύτερες εθνικές συσσωματώσεις και η καταγραφή χαρακτηριστικών ανθρωπολογικού τύπου, τα οποία στοιχειοθετούν την απαίτηση μιας, τουλάχιστον ισάξιας αντιμετώπισης, παρόμοιας με αυτή άλλων φυλετικών ομάδων ενταγμένων στον ελληνισμό, σημαίνει την αποκατάσταση τους, τότε ο συγγραφέας επιτέλεσε το σκοπό του.
Ακολούθησε ένα δύσβατο δρόμο, που απαιτούσε υπομονή, χρόνο, και κόπο, ένα δρόμο στον οποίο το γνήσιο και άδολο ενδιαφέρον σε μερικές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκε με καχυποψία ή και αντίδραση, ένα δρόμο στον οποίο πολλές φορές είχε να αντιπαλέψει με την παθητική νοοτροπία «του άστα, μην τα σκαλίζεις, έτσι τα βρήκαμε έτσι τα πάμε» και παρόλα αυτά έφτασε μέχρι το τέλος.
Το τέλος είναι η έκδοση αυτού του βιβλίου. Αναγκαίο όχι μόνο για τους Γκαγκαβούζηδες αλλά και για τον καθένα μας, που αντιλαμβάνεται ότι η γνώση της ιστορίας τον καθιστά συνετότερο και ανεκτικότερο.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε