Είναι αποδεκτό ότι το ιδιαίτερης αξίας κομμάτι του ελληνισμού που ζούσε στον Πόντο στην Θράκη στην Ιωνία και στην Καππαδοκία μπήκε στο περιθώριο αμέσως μετά την έλευση του ως ακρωτηριασμένο προσφυγικό σώμα στον ελλαδικό χώρο. Ήταν βάρος που έπρεπε ή να εξαφανισθεί ή τουλάχιστον να μείνει χωρίς ουσιαστικό μέλλον και αυτό μπορούσε να γίνει με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του πλούσιου παρελθόντος. Σύντομα ο πρώτος ακρωτηριασμός ακολουθήθηκε και από ένα δεύτερο με τον διασκορπισμό τους σε όλη την Ελλάδα και από έναν τρίτο στη δεκαετία του 1950 και 1960, με τη μετανάστευση σε όλο τον κόσμο. Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας του 1930 δεν λειτούργησε μόνο οικονομικά εις βάρος των προσφύγων αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους είδε να χάνεται το ενδεχόμενο αποζημίωσης των περιουσιών τους, αλλά λειτούργησε ηθικά και πολιτικά σαν το πρώτο μέσο για την εξαφάνιση του προσφυγικού πληθυσμού, όπως και την εξαφάνιση της μνήμης.
Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς καθιερώθηκε να γίνεται απ' τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της ιστορίας ήταν ίσως κι' ένας απ' τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε.
Η σιωπή και η λήθη ποτέ δε βοηθά στην αδελφοποίηση και την προσέγγιση των λαών και των εθνών και η παραγραφή των αδικημάτων που υπέστησαν ήταν προϋπόθεση για αυτού του τύπου την ελληνοτουρκική φιλία. «Να ξεχάσουμε» ήταν η παρότρυνση της περιόδου εκείνης.
Η μεταπολίτευση άνοιξε έναν άλλο κύκλο ο οποίος όμως, κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ περιορισμένος πολιτισμικά και πολιτικά. Το μοντέλο δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, γι' αυτό και υπήρχε η μεγάλη φυγή της νεολαίας από τα σωματεία. Δεν μπορούσε να προσελκύσει την τρίτη γενιά παρά μόνο σε ένα μικρό κομμάτι του προσφυγικού πολιτισμού. Για αυτό και υπήρξαν οι αναζητήσεις και οι διεκδικήσεις που έφτασαν στο να αναδειχθούν κάποιες ψηφίδες του μεγάλου ψηφιδωτού του περιφερειακού Ελληνισμού που καταστράφηκε. Σε αυτούς τους λίγους έμελε να παλέψουν ενάντια στη επίθεση που γίνονταν όλα αυτά τα χρόνια ενάντια στη μνήμη και όπως έλεγε ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα «η πάλη του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι η πάλη της μνήμης κατά της λήθης» .
Αυτός ο κύκλος συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν οι πρόσφυγες κατανόησαν ότι δεν μπορούσε να κινηθεί ένας σύγχρονος άνθρωπος μόνο με ένα μέρος της ιστορίας τους. Δεν έφτανε για να ζήσει μόνο με αυτό. Η ανάδειξη της κυριότερης αιτίας για την διακοπή της συνέχειας του ελληνισμού της Ανατολής που ζούσε στο Οθωμανικό κράτος ήταν η αρχή για ένα νέο κύκλο. Σε αυτόν ανάμεσα στους συμμετέχοντες είναι και ο Βλάσης Αγτζίδης, ο οποίος με τα βιβλία του πέντε στον αριθμό, αν θυμάμαι καλά, προσπαθεί να αναδείξει και να κάνει κτήμα όλων μας, το κομμάτι του ελληνισμού που κατοικούσε για εκατοντάδες χρόνια στα ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας. Ενός ελληνισμού που συγκροτήθηκε λίγο πριν και μετά το οριστικό διώξιμο από τις γενέθλιες πατρίδες του μικρασιατικού Πόντου, οργανώθηκε σε όλα τα επίπεδα, απέκτησε κοινωνικές δομές και συνάμα ήταν το καταφύγιο των κυνηγημένων αριστερών από την Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της Σοβιετικής επανάστασης και στα πλαίσια της πολιτικής των μπολσεβίκων, συνομίλησε ισότιμα και υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού. Στο διάβασμα και στο ηχόχρωμα των λέξεων σήμερα ίσως οι περισσότεροι από εμάς να παραξενευόμαστε, όμως αυτή ήταν η γλώσσα των προγόνων μας με αυτή μας μεγάλωσαν και μας έδωσαν τα πρώτα εφόδια να περπατήσουμε στη ζωή μας.
Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου. Μέσα από τις σελίδες τους όπως μας τις παραδίδει ο Βλάσης από την έρευνά του και την αποτύπωση στο βιβλίο του, παρακολουθούμε όλη την πορεία του ελληνισμού του Καυκαύσου, τις νέες ιδέες για την κοινωνία που έρχονται μέσα την Οκτωβριανή επανάσταση, τις αντιλήψεις για τον πολιτισμό, τις συγκρούσεις με τις παλιές ιδέες, τον μετασχηματισμό όχι μόνο των οικονομικών δομών αλλά και της ίδιας της κοινωνίας. Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία.
Οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες, πληθυσμιακά, πολιτιστικά, οικονομικά στοιχεία που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον ελληνισμό αυτής της περιοχής άγνωστης για τους περισσότερους. Παράλληλα διατυπώνετε και διαπιστώνετε από τον αναγνώστη με τον ποιο καθαρό τρόπο η βίαιη σε πολλές περιπτώσεις προσαρμογή τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχε σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου. Φυσικά και στα όρια που επέτρεπε το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης κατάφερνε να αναπτύξει τον δικό του λόγο για τον πολιτισμό την κοινωνική ζωή και να προβάλει ακόμη και πολιτικά αιτήματα.
Ερευνώντας τα ίχνη ενός χαμένου Ελληνισμού, Ο Βλάσης Αγτζίδης ανακάλυψε πριν από αρκετά χρόνια στο Σοχούμι το κρυμμένο αρχείο αυτής της σπάνιας εφημερίδας: Κόκινος Καπνας ο τίτλος της, δηλαδή καπνεργάτης, ο οποίος παρουσιάζει μια ορθογραφικη πρωτοτυπία. Έχει καταργήσει όλα τα φωνήεντα και τα διπλά σύμφωνα, έχει κρατήσει μόνο το “ι”, το “ο” και το “ς”, χρησιμοποιεί το “υ” στη θέση του “ου”. Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή του άκρατου δημοτικισμού, που πρέσβευαν τότε οι κομμουνιστές του 20γράμματου αλφάβητου.
Η ιστορία του ελληνισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, και εδώ να πούμε πως δεν αναφερόμαστε μόνο στις ανατολικές περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, υπάρχει ελληνισμός και στα δυτικά παράλια από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία περνά στην Μολδαβία και φτάνει μέχρι την Οδησσό, απωθείται είτε διεκπεραιώνεται με καθησυχαστικά στερεότυπα από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας. Σε όλες τις περιπτώσεις αντιμετωπίζετε από την σύγχρονη και την παλαιότερη ελληνική εξωτερική πολιτική στα πλαίσια ενός φολκλορικού σχήματος αντιμετώπισης και όχι στα πλαίσια μιας ουσιαστικής παρέμβασης και στήριξης αυτών των πληθυσμών που παρέμειναν στις γενέθλιες πατρίδες, αν μπορούμε να τις ονομάσουμε, αφήνονται να προσπαθούν να βρουν από μόνοι τους δρόμους διεξόδου, κυρίως οικονομικούς και τεκμηρίωσης της ελληνικής τους ψυχής. Και εγώ προσωπικά σαν ερευνητής σε περιοχές πολύ δυτικά από την περιοχή που ερευνά ο Βλάσης συνάντησα πληθυσμούς άλλοτε ελληνόφωνους και άλλοτε τουρκόφωνους, που στην αναζήτηση της ιστορικής τους ταυτότητας προτάσουν το Ρουμ. Πολλές φορές δε δεν γνωρίζουν τι σημαίνει ακριβώς η λέξη αυτή, λέγοντας πως έτσι το βρήκαμε και έτσι θα το πάμε. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τραυματικές μνήμες ακόμη με γεγονότα που η απλή εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας ως ελληνική πολιτεία αλλά και ως ιστορική σκέψη. Είναι όμως γεγονός πως η δημιουργία του νέου ανθρώπου, του σοβιετικού πολίτη, στα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης μπορεί να σήμαινε τη ρήξη με το παλιό τσαρικό καθεστώς και ότι πρέσβευε αυτό την οπισθοδρόμηση και τον απόλυτο έλεγχο του από την κρατική εξουσία και την εκκλησιαστική αποχαύνωση, κατέληξε με την εγκαθίδρυση ενός μονοκομματικού και απόλυτα ελεγχόμενου κράτους αυτός ο πολίτης να αποχαυνωθεί και να μην έχει την δυνατότητα να σκέφτεται να ενεργεί και να παράγει όχι μόνο ιδέες αλλά και ουσιαστικά να μην συμμετέχει ούτε καν στην παραγωγική διαδικασία. Αυτά είναι τα αποτελέσματα του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση όσο και αν κόπτονται κάποιοι σήμερα να αποκαταστήσουν την παρουσία, την δράση του και την συμβολή του στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Και αν δεν μπορούμε να γενικεύσουμε κάποια πράγματα ένα είναι όμως βέβαιο, όπως συνέβη σε όλη την ρωσική κοινωνία, η εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης και η αποσάρθρωση της κοινωνικής του δομής με τη μαζική μετατόπιση των διαφωνούντων ανάμεσα τους και του ελληνικού στοιχείου του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία, εξαφάνισαν τα περισσότερα ίχνη του σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού του μεσοπολέμου.
Τέλος αυτό που χρειάζεται πέρα από τις αναλύσεις και την έκδοση βιβλίων σχετικών με τη ζωή , την παρουσία και την συνέχεια αυτού του σημαντικού ελληνισμού που παραμένει στις γενέθλιες πατρίδες του είναι να ασκηθεί πίεση από την πλευρά μας για ουσιαστική βοήθεια τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους. Αλλιώς είναι ορατός ο κίνδυνος να χαθούν ανάμεσα στις συμπληγάδες του νεορώσικου εθνικισμού και του παντουρανισμού-παντοτουρκισμού που αναπτύσσεται αντίστοιχα τόσο από την πλευρά της Ρωσίας όσο και από την μεριά της Τουρκίας στα πλαίσια του νέου δόγματος του νεοοθωμανισμού που εκπορεύεται από την Άγκυρα.
Τα τελευταία χρόνια η ιστοριογραφία έχει προχωρήσει πέρα από τη ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων ανάλογα με τα εργαλεία ανάλυσης του κάθε ιστορικού στη διερεύνηση και αναψηλάφηση του επίμαχου και τραυματικού ιστορικού παρελθόντος. Αυτό από μόνο του το γεγονός προκαλεί μία αντιπαράθεση για την ιστορία, την συλλογική μνήμη και ταυτότητα, την ιστορική συνείδηση με σκοπό και πάλι την πολιτισμική και ιδεολογική ηγεμονία αυτού που θα επικρατήσει. Ιστορικοί και ερευνητές μέσα από την αναψηλάφηση αυτή προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα επίμαχα ιστορικά γεγονότα ιδιαίτερα του 20ου αιώνα και εκείνων των ομάδων ανθρώπων που για κοινωνικούς πολιτικούς θρησκευτικούς και φυλετικούς λόγους υπέστησαν τους πιο φρικτούς διωγμούς στο όνομα της εθνικής και φυλετικής καθαρότητας και ομοιογένεια όταν μιλάμε για τον εθνικοσοσιαλισμό και της ολοκληρωτικής ισότητας όταν μιλάμε στον αντίποδα για τον σταλινισμό. Η κατάρρευση των δύο αυτών πολιτικών συστημάτων οδήγησε στην διαμόρφωση ενός νέου φοβικού συνδρόμου το οποίο εκπορεύεται κυρίως από την κυριαρχούσα σήμερα ευρωατλαντική σκέψη που μοναδικό σκοπό έχει να οδηγήσει στον ιστορικό φρονηματισμό των μαζών κατασκευάζοντας μία νέα ιδεολογική σκέψη στα πλαίσια της λογικής πως ο δυτικός πολιτισμός , άρα και η εθνική ιδέα διατρέχει κίνδυνο από τους νοσταλγούς καταρχήν των ολοκληρωτισμών και από τις μειονότητες, τους μετανάστες τους απόκληρους των μεγαλουπόλεων από την πολυπολιτισμικότητα, τις επιδημίες.
Καθημερινά διαπιστώνουμε την κρίση του πολιτικο-οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Αυτό και μόνο το γεγονός κάνει αυτές τις κυρίαρχες δυνάμεις να εφευρίσκουν συνεχώς νέα ιδεολογικά σχήματα μέσα από τα οποία θέλουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση πως ζούμε σε ένα χρόνο και μία ιστορική εποχή χωρίς παρελθόν. Προχωρούν ακόμη περισσότερο αξιοποιώντας την τεχνολογική και επιστημονική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών λέγοντας πως ότι συμβαίνει στα σημερινά χρόνια είναι κάτι πρωτόγνωρο και αμετάκλητο και πως το παρελθόν δεν έχει τίποτα να μας διδάξει. Όταν όμως κάτω από την πίεση για αναψηλάφηση γεγονότων όπως γενοκτονία, διωγμοί, εθνοκάθαρση πληθυσμιακών ομάδων ή την επιμονή μεγάλων ή μικρών πληθυσμιακών ομάδων να καθορίσουν την ταυτότητα τους και την πορεία τους μέσα στο χρόνο, αναγκάζονται να συνηγορήσουν μέχρι ενός σημείου, καταφεύγοντας στη δημιουργία τόπων και επετείων μνήμης με μοναδικό πάντα στόχο το έλεγχο και την μνήμης πολύ δε περισσότερο να καλλιεργήσουν την λήθη.
Είναι λογικό και πολύ περισσότερο για μένα τουλάχιστον δεν ξέρω για τους συνομιλητές μου, να υπάρχει μία διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην κεντρική κρατική ιστορία, η οποία προάγει τη λήθη, και στην ιστορία που αναδεικνύετε μέσα από τις αφηγήσεις, τις μαρτυρίες των απλών ανθρώπων που βίωσαν γεγονότα και που πολλές φορές λογω της συναισθηματικής τους φόρτισης μπορεί και να εξιδανικεύουν την πληθυσμιακή ομάδα από την οποία κατάγονται, ή να ρίχνουν όλο το ανάθεμα για όσα συνέβησαν στους ίδιους αλλά και στους συνφιλούς τους στον αντίπαλο. Έτσι και από μόνο της αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα φοβικό σύνδρομο και ένα δέος απέναντι στον εχθρό αντίστοιχο με αυτό της εξιδανίκευσης της φυλετικής ομάδας στην οποία ανήκει.
Τόσο στο πρώτο βιβλίο όσο και στο δεύτερο βιβλίο του ο Βλάσης, παρακολουθεί την πορεία, την ζωή, τους διωγμούς και τελικά την ενσωμάτωση των προσφύγων στο νεοελληνικό κράτος. Όσα γράφει για τους Πόντιους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και τους νεοπρόσφυγες της δεκαετίας του 40 και του 90 ισχύουν και για όλες τις υπόλοιπες προσφυγικές ομάδες και κοινότητες της καθ’υμάς Ανατολής. Η ανάγνωση και των δύο βιβλίων, θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε εκτός από την ψυχοσύνθεση των ίδιων των προσφύγων, πως βίωσαν τον ξεριζωμό τους και πως στάθηκαν απέναντι στην πολιτική εξουσία, θα καταλάβουμε και την στάση της επίσημης εξουσίας απέναντι τους που δεν διαφέρει και πολύ με την αντιμετώπιση των σημερινών μεταναστών και όλων εκείνων των κοινωνικών ομάδων που θέλουν να αρθρώσουν ένα διαφορετικό λόγο μία διαφορετική ιδεολογία και προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Ένα είναι όμως γεγονός πως ακόμη μέσα στην κοινωνία δεν έχουν λυθεί ζητήματα όπως οι συγκρούσεις μεταξύ αυτοχθόνων και προσφύγων, παλαιοελλαδιτών-χαμουτζήδων και νεοελλαδιτών τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης και τα οποία έχουν διαπεράσει και υπάρχουν σε ένα βαθμό ακόμη στο υποσυνείδητο των απογόνων των προσφύγων και τα οποία φέρνουν βαρέως και οι δύο πλευρές. Κατά την γνώμη μου οι ιστορικοί πρέπει να σκύψουν πάνω από αυτά τα προβλήματα και να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, διεκδικώντας ειδικά για τους απογόνους των προσφύγων της Ανατολής το δικαίωμα στην μνήμη και στην ταυτότητα του κάθε ένα από εμάς.
Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΖΑΡΙΔΗΣ
ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΟΔΙΦΗΣ
Μεζεδάκια Ντεγκρές
Πριν από 10 ώρες