Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ ΜΟΥ

Καλησπερα σε ολους!! Ηδη την ιστοσελιδα μου την επισκέφτηκαν πανω απο 3000 ατομα! Απο μόνο του το στοιχειο αυτο σιγουρα παρουσιαζει ενα ενδιαφερον!!Ειδικα η γεωγραφικη κατανομη των επισκεπτων δειχνει πως το θεμα των Γκαγκαβουζηδων αγγιζει ανθρωπους απο ολη σχεδον την Γη. Απο Αμερικη(ΗΠΑ και Καναδα), Ευρωπη (Γερμανια, Σουηδια, Βελγιο και Ολλανδια, Ρουμανια,Μολδαβια και Ρωσια) οι επισκεπτες της ιστοσελιδας γινονται ολο και περισσοτεροι!! Ο κυριος ογκος των επισκεπτων ειναι απο την Ελλαδα ενω τωρα τελευταια παρατηρηθηκε ενας σημαντικος αριθμος επισκεπτων απο Τουρκια!! ΘΕΛΩ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΚΕΦΤΗΚΑΤΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΝΑ ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩ!!!! Πιστευω πως η προσπαθεια που ξεκινησε αλλα και η εκδοση του μοναδικου βιβλιου για τους Γκαγκαβουζηδες στην Ελλαδα να αποτελεσουν τον κρικο για μια ακομη πιο ολοκληρωμενη συζητηση για αυτο το ιδιαιτερο θρακιωτικο φυλο. Η αναζητηση πηγων, η επιτοπια ερευνα θα βοηθησει ακομη περισσοτερο στην ταυτιση τους με τα θρακικα φυλα της Βορειας Βουλγαριας, τους Κατταούζους και Κροβούζους, στα εδαφη των οποιων πολλα χρονια αργοτερα εντοπιστηκαν οι σημερινοι Γκαγκαβουζηδες!!! Η συμπαρασταση και η βοηθεια απο σας θα ηταν πολυ χρησιμη αν μαζι με την επισκεψη σας γραφατε την αποψη σας ή ακομη καταθετατε αυτο που ακουσατε απο τις γιαγιαδες και τους παπουδες σας!! καθε πληροφορια ειναι σημαντικη για να ολοκληρωθει καποτε το παζλ γυρω απο την καταγωγη τους και την πορεια τους μεσα στο χρονο!! Εγω θα συνεχισω να γραφω και να αναζητω και το παραμικρο στοιχειο που εχει να κανει με τη ρατσα μας!!!

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Ομιλια του Ηλία Πετρόπουλου, λέκτορα του τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών

«Η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο πολιτισμικός πλούτος ενός κράτους, παρά ως κίνδυνος για την εθνική του συνοχή»

Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο της συναδέλφου ιστορικού κ. Ιφιγένειας Βαμβακίδου, τον πρόλογο του συγγραφέως και από δέκα κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει το υλικό του. Για την κατανόηση των ιστορικών φαινομένων και των γεγονότων της ευρύτερης περιοχής της χερσονήσου του Αίμου ο συγγραφέας περιγράφει α) τον γεωγραφικό χώρο και τον χρόνο που αυτά έλαβαν χώρα, β) τους αυτόχθονες λαούς ή όσους εμφανίσθηκαν αρχικά ως επιδρομείς και στην συνέχεια ως μόνιμοι κάτοικοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στις κοινωνικές ζυμώσεις του ευρύτερου αυτού χώρου, γ) τους λαούς που υπέστησαν αναγκαστικές μετατοπίσεις ως στρατιωτικές δυνάμεις για την φύλαξη των συνόρων, δ) τους λαούς που μετατοπίσθηκαν λόγω θρησκευτικών διαφορών με την επίσημη ορθόδοξη εκκλησία, και ε) τους λαούς που για λόγους οικονομικούς αναγκάσθηκαν να κατοικήσουν εδώ.

Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ιστορικο-γεωγραφική περιγραφή της Χερσονήσου του Αίμου», ο συγγραφέας διεξάγει μία αρκετά σύντομη περιγραφή λαών και επιλεγμένων γεγονότων της αρχαιότητας. Στο τέλος μας παρουσιάζει με συντομία ορισμένες από τις πιο σπουδαίες πόλεις του Δυτικού Ευξείνου Πόντου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος: Μεταναστεύσεις και εγκαταστάσεις λαών στα Βαλκάνια», συνεχίζεται η ιστορική περιήγηση στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην βαλκανική χερσόνησο την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αρχικά εξιστορείται η μετανάστευση των Γότθων, των Ούννων και των γερμανικών φύλων, ενώ στην συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει την μαζική κάθοδο των Σλάβων και την εμφάνιση των Βουλγάρων κατά τους μέσους χρόνους. Από το 1000 μ.Χ. περίπου κάνουν την εμφάνισή τους οι Πετζενέγκοι, οι Ούζοι, οι Κουμάνοι και οι Ούγγροι. Τον 13ο αι. μ.Χ. στην περιοχή της Βουλγαρίας εκκινεί μία περίοδος ταραχών με κατάληξη την δημιουργία του δεύτερου βουλγαρικού κράτους. Και ενώ στην χερσόνησο του Αίμου η πολιτική κατάσταση είχε προς το παρόν ομαλοποιηθεί, στην Μικρά Ασία άρχισε να εμφανίζεται μία νέα απειλή από τον 10ο αι. μ.Χ.: οι Σελτζούκοι. Τέλος, το δεύτερο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς Τούρκους, όταν οι τελευταίοι κατέλαβαν την Βάρνα το 1444. Βασικός σκοπός αυτής της ιστορικής περιδιάβασης του συγγραφέα ήταν α) η υπόμνηση των σημαντικών γεγονότων στην χερσόνησο του Αίμου, παραλείποντας μία συνεχή καταγραφή γεγονότων, πολεμικών συγκρούσεων και ημερομηνιών, β) η καταγραφή των λαών που πιθανολογείται ότι έχουν σχέση με τους Γκαγκαβούζηδες, και γ) η ανάδειξη του πολυφυλετικού χαρακτήρα της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της χερσονήσου του Αίμου.

Το τρίτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Γκαγκαβούζηδες: Ιστορικές πηγές - Ταυτότητες - Χρόνος εμφάνισής τους». Μέσα σ’ αυτό εξετάζονται το υπόστρωμα και η καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων. Ο συγγραφέας αναφέρει παρακάτω τις απόψεις των επιστημόνων για την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων. Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί απόψεις όπως ότι αυτοί κατάγονται από σελτζουκικά τουρκικά φύλα ή έλληνες μικρασιατικής καταγωγής. Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι από τους ειδικούς δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο οι Γκαγκαβούζηδες να είναι ένα αυτόχθονο θρακικό φύλο, το οποίο δέχθηκε πολιτισμικές και γλωσσικές επιρροές από γειτονικούς λαούς ή από κατακτητές τους, δίχως να αλλάξει ένα κύριο χαρακτηριστικό του: παρέμειναν χριστιανοί. Ο συγγραφέας αντικρούει την άποψη ότι οι Γκαγκαβούζηδες ήταν τουρκικό φύλο με το επιχείρημα ότι με την κατάκτηση της χερσονήσου του Αίμου από τους Οθωμανούς οι Γκαγκαβούζηδες δεν συνετάχθησαν με το μέρος των κατακτητών: ο μύθος ή η παράδοση για τις 40 γυναίκες που αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών. Στην συνέχεια ο συγγραφέας παραθέτει κάποιες θεωρίες ιστορικών για την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων και προσπαθεί να ετυμολογήσει την ίδια την λέξη Γκαγκαβούζης. Για τον λόγο αυτό αναφέρει και την σχέση που θα μπορούσαν να έχουν με τον σουλτάνο Izzeddin Keykavus και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για σύμπτωση. Στην συνέχεια ο συγγραφέας εξακολουθεί να αντικρούει την άποψη ότι οι Γκαγκαβούζηδες ουδεμίαν σχέση έχουν με τους καραμανλίδες της Μικράς Ασίας, ασχέτως ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών των δύο λαών.

Το επόμενο -τέταρτο- κεφάλαιο «Οθωμανική περίοδος - Πληθυσμιακά και εθνολογικά στοιχεία της βόρειας Βουλγαρίας» ξεκινά με τα γεγονότα κατά την οθωμανική περίοδο από 1444 έως το 1860 και αναφέρεται στις αλλαγές της εθνολογικής ταυτότητας των πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την δράση των Γκαγκαβούζηδων αυτήν την περίοδο είναι η δράση τους στην «Φιλική Εταιρεία» και ο αγώνας για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό με κύρια εστία την βόρεια Βουλγαρία. Τέλος, το κεφάλαιο κλείνει με την αφύπνιση της βουλγαρικής εθνικιστικής διανόησης που κατέληξε στο εκκλησιαστικό σχίσμα και την βουλγαρική ηγεμονία.

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται οι «Πολιτικές εξελίξεις στην Βουλγαρία» δηλαδή η ίδρυση της ηγεμονίας και του βουλγαρικού κράτους. Όπως είναι γνωστόν, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-8 έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του βουλγαρικού κράτους. Ως εκ τούτου, η ίδρυση του κράτους της Βουλγαρίας κατά το έτος 1879 είχε επιπτώσεις - κυρίως αρνητικές - στην κοινωνία των Γκαγκαβούζηδων και των Ελλήνων της Βουλγαρίας. Στο τέλος του κεφαλαίου ο συγγραφέας αναφέρει και μερικά ονόματα Γκαγκαβούζηδων που προέκυψαν από μία πρόχειρη, όπως ο ίδιος λέει, έρευνα, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ζωή της Βουλγαρίας.

Στο επόμενο, έκτο κατά σειράν, κεφάλαιο εξειδικεύονται οι επιπτώσεις από την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους στους Έλληνες και τους Γκαγκαβούζηδες της Βόρειας Βουλγαρίας. Από τα τέλη του 19ου αι. οι Έλληνες της περιοχής αυτής είχαν αναπτύξει ένα αξιόλογο δίκτυο συλλόγων και σωματείων, τα οποία κατά τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν το μέσο αντίστασης στον ανερχόμενο βουλγαρικό εθνικισμό, κυρίως στην επίμονη και συχνά βίαιη αφομοιωτική πολιτική του βουλγαρικού κράτους. Μόλις ιδρύεται το κράτος της Βουλγαρίας το έτος 1879 δημιουργείται στην κοινωνία μία νέα πραγματικότητα: η κυρίαρχη εθνική ομάδα, οι Βούλγαροι, δεν ανέχονταν την παρουσία αλλοεθνών κοινοτήτων, με αυτόνομη διοικητική και πολιτική υπόσταση. Από το 1870 και κυρίως από την λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, η κατάσταση για τους Έλληνες της Βουλγαρίας άρχισε σταδιακά να επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα την αναγκαστική φυγή προς την μητροπολιτική Ελλάδα μέχρι το 1914. Ειδικότερα προβλήματα αντιμετωπίσθηκαν στην εκπαίδευση των Ελλήνων της Βουλγαρίας και μάλιστα το 1906 διακόπηκε βίαια με την ουσιαστική κατάργηση της αυτόνομης ελληνικής εκπαιδευτικής λειτουργίας. Στόχος του βουλγαρικού κράτους ήταν ο νόμος «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως», γεγονός που ανάγκαζε τους Έλληνες γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους σε βουλγαρικό σχολεία. Το ανθελληνικό κίνημα του 1906 είχε ως αποτέλεσμα την μαζική έξοδο χιλιάδων Ελλήνων προς την Ελλάδα και σε περιοχές του οθωμανικού κράτους, κυρίως στην επαρχία Αδριανουπόλεως.

Το έβδομο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Οι Γκαγκαβούζηδες της Ανατολικής θράκης» και ξεκινά με την κατάκτηση της Ανατολικής Θράκης από τους Οθωμανούς. Στην συνέχεια αναφέρεται στις πρώτες εγκαταστάσεις των γκαγκαβούζικων πληθυσμών στην ίδια περιοχή. Σύμφωνα με μαρτυρίες οι εγκαταστάσεις αυτές χρονολογούνται στην εποχή του Σελίμ του Α΄ ή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, μεταξύ 1512 και 1566. Για λόγους ερευνητικούς ο συγγραφέας κάνει ευρεία χρήση εκκλησιαστικών αρχείων, κάτι που είναι απολύτως θεμιτόν και αποδεκτόν για τους λόγους της μελέτης. Από τα εν λόγω αρχεία αντλούνται στοιχεία για τα χωριά, τους πληθυσμούς και τα σχολεία. Στην συνέχεια περνούμε στην Μητρόπολη του Διδυμοτείχου. Η περίοδος 1903-1910 είναι πολύ σημαντική για την εξέλιξη των Ελλήνων και των ορθοδόξων πληθυσμών της ευρύτερης Ανατολικής Θράκης. Ο συγγραφέας, μέσα από την ελληνική διπλωματική αλληλογραφία, καταφέρνει να μας εντάξει στο κλίμα και τις αγωνίες της περιόδου αυτής. Ξεχωριστή για τον ελληνισμό όχι μόνο της Θράκης, αλλά και ολόκληρης της Μικράς Ασίας, είναι η περίοδος που εγκαινιάζεται με την έναρξη του κινήματος των Νεοτούρκων. Κύριος στόχος του ανθελληνικού αυτού κινήματος ήταν η αφομοίωση ή σε αντίθετη περίπτωση η εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας. Ο τουρκικός εθνικισμός είχε μόλις γεννηθεί. Με την εμφάνιση του τελευταίου ο όρος Τούρκος απέκτησε θετική σημασία. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των Νεοτούρκων και των εθνοτήτων ήταν αναπόφευκτη με καταστροφικά αποτελέσματα.

Με το επόμενο κεφάλαιο περνούμε σε μία νέα εποχή, στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και στα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1914-1918. Κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου η πλειοψηφία των Γκαγκαβούζηδων της Δοβρουτσάς τάχθηκαν υπέρ των σοσιαλιστικών ιδεών. Τα ιδανικά για απελευθέρωση, δικαιοσύνη και μοίρασμα της γης γίνονταν ευρέως αποδεκτά. Το Οκτώβριο του 1912 η Βουλγαρία καταλαμβάνει ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Παρόλο τον εκφοβισμό από μέρους των Βουλγάρων και την προσπάθεια των Βουλγάρων να διασπάσουν την κοινωνία των Γκαγκαβούζηδων, η συντριπτική πλειοψηφία των τελευταίων δεν αλλαξοπίστησε. Με τα γεγονότα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Ανατολική Θράκη ανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους με άμεση επίπτωση νέους διωγμούς. Η μαζική έξοδος των ελληνικών πληθυσμών πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1914 σ’ ένα παραλήρημα από πλευράς των Νεοτούρκων που είχαν ως σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους». Οι Νεότουρκοι επεδίωκαν να απαλλαγούν με κάθε τρόπο από τον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας. Η μαζική αυτή φυγή του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολική Θράκη δημιούργησε ένα μεγάλο κενό σε όλες τις πτυχές της ζωής και κυρίως στην οικονομική, γεγονός που ανάγκασε τους Νεοτούρκους να μετριάσουν τους διωγμούς από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων οι Γκαγκαβούζηδες της Δοβρουτσάς, όπως είπαμε στην αρχή, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των σοσιαλδημοκρατικών ιδεών με κύριο χαρακτηριστικό τους την αντίσταση στους βογιάρους της Ρουμανίας και τους Οθωμανούς. Η απόπειρα των Βουλγάρων και των Ρουμάνων να εξαφανίσουν κάθε δημογραφικό στοιχείο σχετικό με τους Γκαγκαβούζηδες της Δοβρουτσάς ήταν μάταιη. Αυτοί υπήρχαν, ζούσαν και συμμετείχαν στις εξελίξεις, με διάθεση να αντισταθούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης των φυλετικών τους χαρακτηριστικών. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 10 Αυγούστου 1913 έβαλε τέλος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στην πληθυσμιακή σύσταση των Βουλγάρων υπήρχε ένα κενό των 100000 ατόμων περίπου, οι οποίοι δεν δέχθηκαν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ανάμεσά τους και Γκαγκαβούζηδες. Το κεφάλαιο κλείνει με μία σύντομη αναφορά στον ελληνισμό της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Θράκης κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ένατο κεφάλαιο αναφέρεται στην παλιννόστηση των ελληνικών πληθυσμών στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Στην εδραίωση της ελληνικής παρουσίας και στην παλιννόστηση των προσφύγων συνέβαλε σημαντικά η Εκκλησία με την οργάνωση των ιερέων, καθώς και η Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή. Την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου 1918, ακολούθησε το αυτονομιστικό κίνημα του Τζαφέρ Ταγιάρ, διοικητού του πρώτου τάγματος στρατού Αδριανουπόλεως. Στόχος του ήταν να φανατίσουν τους μουσουλμάνους της Θράκης με την πρόκληση ανθελληνικών ενεργειών. Οι Νεότουρκοι άρχισαν να εμποδίζουν την απρόσκοπτη επιστροφή των εκτοπισμένων Ελλήνων ενώ φορολογούσαν με υπέρογκα ποσά τις ελληνικές κοινότητες. Ο ελληνικός στρατός ελαύνει ως απελευθερωτής της Θράκης μέχρι τον Ιούλιο του 1920, ενώ στα τέλη του ιδίου μηνός συλλαμβάνεται ο Ταγιάρ. Η περίοδος που ακολουθεί μέχρι το 1924 είναι ταραγμένη από γεγονότα που αποδιοργάνωσαν πλήρως το ελληνικό κράτος και τον κοινωνικό ιστό. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ολόκληρη γενιά χάθηκε κάτω από το σύνθημα μίας αναγέννησης ξένης προς τις δικές τους προσδοκίες, που ικανοποιούσε μόνο τις ξενόφερτες πολιτικές των βασιλέων και των αστικών κομμάτων. Με την συνθήκη των Μουδανιών το 1922, γράφεται ο επίλογος της παρουσίας του ελληνισμού στην Ανατολή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Γκαγκαβούζηδες της Ανατολικής Θράκης εγκαταστάθηκαν κυρίως σε χωριά του Βορείου Έβρου. Συνολικά στον Έβρο εγκαταστάθηκαν 1222 οικκογένειες. Στο τέλος του κεφαλαίου υπάρχει πλήρης κατάλογος των γκαγκαβούζικων χωριών του Έβρου.

Το δέκατο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Οι Γκαγκαβούζηδες σήμερα – Η παρουσία τους στα Βαλκάνια», αποτελεί ουσιαστικά τον συμπερασματικό επίλογο των όσων προανεφέρθησαν μέχρι εδώ από τον συγγραφέα. Γίνεται ιδιαίτερη υπόμνηση του γεγονότος ότι με την ενσωμάτωση των Γκαγκαβούζων στο ελληνικό έθνος-κράτος πραγματοποιήθηκε ένας μετασχηματισμός των τοπικών-εθνοτικών ταυτοτήτων σε μία ενιαία εθνική ταυτότητα, που σήμανε και την υποβάθμιση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ομάδας προς όφελος της εθνικής ομοιογένειας. Επίσης, όπως παρατηρείται σήμερα σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους που δεν έχουν γραφή –βλ. για παράδειγμα την ποντιακή- η γκαγκαβούζικη γλώσσα απειλείται με εξαφάνιση λόγω της ολοένα αυξανομένης τάσης εγκατάλειψής της. Για την εγκατάλειψη αυτή ευθύνονται σήμερα και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, καθώς και οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κάποιος με τον συγγραφέα στην άποψη ότι η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο πολιτισμικός πλούτος ενός κράτους, παρά ως κίνδυνος για την εθνική του συνοχή. Στην συνέχεια ο συγγραφέας με ιδιαίτερη προσοχή εστιάζει στο πρόβλημα της τουρκικής και βουλγαρικής προπαγάνδας, με στόχο τον προσεταιρισμό των Γκαγκαβούζων. Τέλος, θα κλείσω με την ορθή παρατήρηση του συγγραφέως: η συνεχής οικονομική βοήθεια, αν και ευνοεί τα σχέδια της Τουρκίας, έχει επιταχύνει τις διεργασίες μέσα στην επιστημονική κοινότητα των Γκαγκαβούζων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ολοένα και πιο ισχυρές φωνές, που έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους Τούρκους.

Ομιλια της Ιφιγένεια Βαμβακίδου, επίκουρος καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας

«Οι Γκαγκαβούζηδες για την ταυτότητά τους λένε: Εμείς είμαστε Θρακιώτες, χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούν την τουρκική γλώσσα»

Είμαι θρακιώτισσα από Άβδηρα, Χρυσούπολη, Ξάνθη, Αδριανούπολη και Μάλγαρα και αυτό το λέω κάθε φορά που έχουμε συνάντηση ιστορικού τύπου, για να δούμε πόσο μετακινούμενοι είμαστε όλοι και πόσο πολλαπλοί και ποικίλοι στις ταυτότητες.

Χαίρομαι που είμαι στην Ορεστιάδα ξανά, όπου έχω περάσει και περνώ καλά, αλλά κυρίως χαίρομαι που προλογίζω και γραπτά και προφορικά το έργο του Χρήστου Κοζαρίδη, με τον οποίο συνεργάζομαι εδώ και δέκα χρόνια. Ο Χρήστος Κοζαρίδης είναι ιστοριοδίφης, που σημαίνει ότι είναι ερασιτέχνης ιστορικός, καθότι γιατρός στο επάγγελμα, αλλά είναι τόσο βαθιά βουτηγμένος στην ιστορία, στα αρχεία και στη βιβλιογραφία, που μας αναγκάζει να τον αποδεχτούμε, να συνεργαστούμε μαζί του και να διορθώσουμε ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε να παράγουμε υλικό για τη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της Θράκης.

Το συγκεκριμένο ιστορικό πόνημα είναι το τρίτο έργο του Χρήστου Κοζαρίδη και είναι πολύ σημαντικό, προέκυψε δε από δουλειά πέντε χρόνων. Το υλικό, η έρευνα και η ωριμότητα του συγγραφέα έχουν σχέση όμως και με τα δύο προηγούμενα έργα του, που έχουν να κάνουν με την Ανατολική Θράκη και τους πρόσφυγες. Το θέμα του καταρχήν είναι οι πρόσφυγες, ένα δεύτερο θέμα του, γεωγραφικά και γεωπολιτικά είναι η Χερσόνησος του Αίμου, ή όπως την λέμε, τα Βαλκάνια. Ορίζει λοιπόν τον χρόνο, τον τόπο και τις κοινωνικές ομάδες που τον ενδιαφέρουν. Τον ενδιαφέρουν οι πρόσφυγες, τον ενδιαφέρει δηλαδή η ιστορία των «μειοψηφιών» μέσα σε πολλά εισαγωγικά, γιατί αυτούς θέλει να εντάξει σε μια εθνική και παγκόσμια, διεθνή ιστορική πραγματικότητα. Εφόσον λοιπόν ο συγγραφέας ελέγχει τον τόπο, τον χρόνο και τα υποκείμενα, και εφόσον ελέγχει τη ρωσική, την τουρκική, την ελληνική, τη βουλγαρική βιβλιογραφία μπορεί και δημοσιεύει ένα ιστορικό πόνημα.

Όταν παίρνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, κατ’ αρχήν λέμε ότι μας ενδιαφέρει το βιβλίο ως υλικό αντικείμενο, το βιβλίο είναι ένα υλικό αντικείμενο: έχει εμφάνιση, σκοπό, πληροφόρηση και αισθητική. Οι εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», και η εκδότρια η οποία είναι εδώ μας κάνει περήφανους για αυτές τις εκδόσεις, πρόσφερε πάρα πολύ σημαντικό έργο στην αισθητική του πράγματος, στο εξώφυλλο, στο οπισθόφυλλο, στο χαρτί, στην ποιότητα. Όταν διαβάζουμε όμως ένα βιβλίο μας απασχολεί κυρίως να δούμε αν είναι επιστημονικό ή όχι, αν προπαγανδίζει, ιδεολογίζει ή παραπλανά, γι’ αυτό και ανατρέχουμε στα περιεχόμενα και τη βιβλιογραφία. Θα δείτε λοιπόν ότι στο βιβλίο υπάρχουν 20 σελίδες με ευρετήριο ονομάτων, το οποίο αμέσως μας δίνει στοιχεία για τα τεκμήρια του έργου αυτού, και υπάρχουν 15 σελίδες, αφιερωμένες στην βιβλιογραφία, η οποία είναι διεθνής. Αυτή η πολυγλωσσία του συγγραφέα μάς δίνει μεγάλη χαρά, γιατί αναδεικνύει πηγές από την επίσημη ρωσική, τουρκική και βουλγαρική ιστορική βιβλιογραφία, την οποία δεν μπορούμε να χειριστούμε όλοι.

Μένουμε στα περιεχόμενα, όπου υπάρχει μια χρονολογική σειριακή αφήγηση, και αρχίζοντας από την αρχαιότητα, ο συγγραφέας προσπαθεί να προσδιορίσει την κοινωνική του ομάδα, τους Γκαγκαβούζηδες ή Γκαγκαούζηδες. Γκαγκαβούζηδες ή Γκαγκαούζηδες, κάθε φορά επιλέγουμε τη λέξη ανάλογα με τη βιβλιογραφία που ακολουθούμε, εγώ προτιμώ τη ρωσική βιβλιογραφία αλλά αυτό είναι ερμήνευμα δεν είναι αντικειμενικότητα. Ο συγγραφέας καταφέρνει και είναι αντικειμενικός, γιατί αναφέρει τι λένε όλοι οι άλλοι για τους Γκαγκαβούζηδες και στο τέλος, με πολύχρονη επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις, συγκεντρώνει πληροφορίες από την προφορική ιστορία των Γκαγκαούζηδων στον ελληνικό χώρο, στην Θράκη και στην Μακεδονία κυρίως, καταφέρνοντας έτσι να αναδείξει και τη γνώμη των ίδιων των υποκειμένων, των Γκαγκαβούζηδων, για την ιστορία τους.
Μπορεί να λένε οι ρώσοι, οι γάλλοι, οι άγγλοι, οι τούρκοι, οι έλληνες επιστήμονες ότι εσείς είστε αυτό αλλά τι λένε οι ίδιοι οι Γκαγκαβούζηδες; Ότι εμείς είμαστε Θρακιώτες, χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούν την τουρκική γλώσσα, όπως οι περισσότεροι Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι και όλες οι άλλες οι ομάδες, οι οποίες, για να επιβιώσουν, έμαθαν την τουρκική γλώσσα και την χρησιμοποίησαν. Μετέχουν επιπλέον και μετείχαν στην θρακιώτικη εκπαίδευση και κυρίως στην καθημερινή βιωματική, όπως λέμε, κουλτούρα, η οποία έχει να κάνει με την ενδυμασία, τη διατροφή, το χορό, το τραγούδι, το γάμο, τη βάπτιση και το θάνατο. Αυτή είναι η ταυτότητά τους.

Στην νεότερη και σύγχρονη πολιτική ιστορία οι ταυτότητες προσδιορίζονται από τις ομάδες οι οποίες θέλουν να είναι αυτό και όχι κάτι άλλο. Έτσι στο πεδίο αυτό καταλαβαίνουμε ότι ο συγγραφέας καταφέρνει και παράγει ιστορική πληροφορία και ιστορική γνώση, έχει πάθος και εμμονή, γιατί εμπλέκεται και ο ίδιος οικογενειακά με την ταυτότητα των Γκαγκαούζηδων, και εκεί ήταν και ο δικός μου ο ρόλος. Διόρθωσα δηλαδή πολλές φορές το κείμενο και συνεργαστήκαμε πολλές φορές για να αποφύγουμε την υποκειμενικότητα, το ερμήνευμα και οποιαδήποτε ιδεοληψία προπαγανδιστικού τύπου. Γι’ αυτό ο συγγραφέας, παρότι έχει θέση και άποψη, - έχει συγκεκριμένη θέση και άποψη στις σελίδες 83, 115, 125, 320, όπου ορίζει την ομάδα αυτή ως θρακιώτικη και αντιτίθεται στην τούρκικη, ρώσικη και βουλγάρικη προπαγάνδα, καθεμία από τις οποίες θέλει να τους εντάξουν στο δικό της πλαίσιο, - παρόλα αυτά ο συγγραφέας στις παρατηρήσεις, στο τέλος του βιβλίου, όχι τυχαία, αφήνει ένα άνοιγμα και δίνει τον λόγο στην ίδια την ομάδα και λέει ας αποφασίσουν αυτοί ανάλογα με το πού μένουν, τι ακριβώς είναι.

Ωστόσο επειδή ακριβώς τα «μειονοτικά ζητήματα» διαμορφώνουν πολιτικά προβλήματα και πολλές ιδεοληψίες, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω εδώ τη θέση μου, γιατί είμαι υπεύθυνη και απολογούμαι, καθώς προλογίζω ένα βιβλίο που μιλάει για μειοψηφίες, και, σε πολλά εισαγωγικά, για μειονότητες, ότι εδώ δεν στηρίζουμε ένα Κόσσοβο, δεν στηρίζουμε μειονότητες με έτερους σκοπούς, θεωρούμε ότι είμαστε πολίτες του ελληνικού κράτους, είτε τουρκόφωνοι, είτε μουσουλμάνοι. Είμαστε πολίτες και υπακούμε σ’ αυτό το κράτος, στην εκπαίδευσή του και στην κουλτούρα του, αλλά έχουμε δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστούμε και να λειτουργήσουμε μέσα από μια διαφορετική γλώσσα, μέσα από μια διαφορετική θρησκεία, χωρίς ρατσισμούς.

Και επ’ αυτού, μπορούν βέβαια να γίνουν πάρα πολλές συζητήσεις. Βιβλιογραφικά βεβαίως τα ζητήματα αυτά εμείς στην επιστήμη, τα έχουμε λύσει, αλλά ξέρετε, όπως είπε και παλιά ο Λένιν, αλίμονο αν αφήσουμε την ιστορία στους ιστορικούς ή την πολιτική στους πολιτικούς. Ευτυχώς υπάρχουν και άλλοι και μας θυμίζουν ότι υπάρχει και η άλλη ιστορία και η άλλη πολιτική. Έτσι, λοιπόν, ο συγγραφέας συνειδητά δεν διαλέγει τον όρο μειονότητα, διαλέγει τον όρο κοινότητα, και τεκμηριώνει τι σημαίνει κοινότητα στην Χερσόνησο του Αίμου. Δεν διαλέγει τον όρο Βαλκάνια, Balkan από τον τουρκικό όρο, αλλά διαλέγει τον όρο Χερσόνησος του Αίμου, παραπέμποντας στη βυζαντινή βιβλιογραφία και ορολογία. Διευκρινίζει τους όρους του εξαρχής, παίρνει θέση, αποστάσεις αλλά δεν αποσιωπά τη βιβλιογραφία. Δεν αποσιωπά ότι υπάρχει μία ομάδα Γκαγκαούζων, οι οποίοι έμειναν στην Τουρκία, είναι μουσουλμάνοι και αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, ενώ άλλοι που κατοικούν στη Ρουμανία και στη Μολβαδία είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και μιλούν τα γκαγκαούζικα, τα οποία ήταν μια προφορική διάλεκτος και τώρα είναι και γραπτή με σλάβικα στοιχεία. Ομιλούν επιπλέον και τη γλώσσα του κράτους όπου διαμένουν, ελληνικά εδώ, ρουμάνικα εκεί, ρώσικα στην Ουκρανία και ουκρανικά, και, φυσικά, οι νεότερες γενιές μιλούν και τα αγγλικά, τα οποία είναι η γλώσσα της Ευρώπης, η γλώσσα που ανοίγει τις ομάδες στην ευρωπαϊκή ένωση.
Έτσι στο πεδίο αυτό, ο συγγραφέας σε μία μελέτη ιστορικού τύπου, και είναι ιστορικού τύπου, γιατί ξεκινά από την αρχαιότητα και αναφέρεται σε Έλληνες, Ρωμαίους, Θράκες, Δάκες και Ιλλυριούς, μετακινείται στη ρωμαϊκή, βυζαντινή περίοδο όπου δεν αποσιωπά την κυριαρχία των Σλάβων και τις μετακινήσεις των Γότθων και των Ούννων και, τέλος, έρχεται στη νεότερη ελληνική ιστορία, μετά το 1922, και κάνει focus με επιχειρήματα, στοιχεία από πληροφορητές και ντοκουμέντα, στους Γκαγκαούζους που είναι στην περιοχή της ελληνικής επικράτειας. Μ’ αυτά λοιπόν, και με την οικογενειακή προφορική ιστορία την οποία αναδεικνύει, καταφέρνει να μας πείσει ότι πρόκειται για τους Κροβύζους, Κακαούζους, Γκαγκαούζους από την εποχή του Μεσαίωνα, οι οποίοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην περιοχή της Καβάρνας και της Βάρνας, έχουν άμεση σχέση με τους Θρακιώτες και σήμερα πια μπορούν, όχι όλοι απ’ αυτούς, αλλά αρκετοί μέσα στο Ευρωπαϊκό Διεθνές Δίκαιο να αυτοπροσδιοριστούν ως τουρκόφωνοι χριστιανοί, θρακιώτες, ευρωπαίοι.

Ξέρουμε ήδη ότι στη νεότερη σύγχρονη ιστορία, από το 1950 και μετά, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι ομάδες έχουν δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό όχι για να διαμελιστούν και διασπαστούν τα εθνικά κράτη - σύνολα αλλά, κυρίως, για να πλουτίσουν. Ο συγγραφέας πολύ φανερά ασκεί κριτική στην πολιτική του ελληνικού κράτους και καταγράφει ότι θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι που έχουμε πολλές διαφορετικές ομάδες στην Ελλάδα, όσες έχουμε, πολύ λιγότερες απ’ ό,τι έχουν οι άλλοι, όταν καταγράφεται ότι στην Τουρκία έχουμε τριάντα τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, στην Ελλάδα έχουμε πολύ λιγότερες, αλλά έχουμε μια ποικιλία στην καθημερινή κουλτούρα, στα έθιμα και ήθη.

Τελικά, ο άξονας και το φωτογραφικό αρχείο στο οποίο ο συγγραφέας στηρίζεται στο βιβλίο είναι οικογενειακός. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι όλοι οι σύλλογοι, και μάλιστα οι γυναικείοι σύλλογοι του Έβρου, στηρίζουν τη σύγχρονη ιστορία, γιατί η γυναίκα τον 19ο αιώνα ήταν εξαφανισμένη από την ιστορία. Τώρα ευτυχώς οι γυναικείοι σύλλογοι και τα αρχεία τους αναδεικνύουν τις γυναίκες και τη συμμετοχή τους. Βλέπουμε λοιπόν στο βιβλίο ενδυμασίες γυναικών και ανδρών, γάμους και έγγραφα, προικοσύμφωνα, όπου φαίνεται ότι υπάρχει μια υπαρκτή ομάδα - κοινότητα με συγκεκριμένη καθημερινή κουλτούρα και παρέμβαση.

Επίσης, ο συγγραφέας, όχι τυχαία, και γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο και ότι εγώ συνεργάζομαι μαζί του, δεν δίνει έμφαση σε εθνικά, ιδεολογικά, ρατσιστικά πρότυπα καταγωγής αλλά δίνει έμφαση στα οικονομικά και ταξικά μοντέλα ζωής, όπου καταγράφει ότι οι Γκαγκαούζηδες αγρότες, οι γεωργοί, είχαν διαφορετική στάση σε μια επαναστατική κινητοποίηση απέναντι στους φεουδάρχες, για να μπορέσουν να οργανωθούν και να αυτοπροσδιοριστούν, ενώ οι έμποροι δραστηριοποιήθηκαν διαφορετικά, και σίγουρα υπάρχει μία ελίτ, η οποία αφομοιώθηκε από το ελληνικό, βουλγαρικό, μολδαβικό, ρουμανικό ή τουρκικό εθνικό κράτος.
Η κοινωνική ιστορία είναι αυτή την οποία στηρίζει ο συγγραφέας, είναι αυτή που λέμε ιστορία από τα κάτω, την οποία θεμελίωσαν Γάλλοι ιστορικοί και συγγραφείς.

Επιλέγοντας, να αναφέρω ότι είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γι’ αυτό το τρίτο ιστορικό πόνημα του συγγραφέα. Η εμπειρία του είναι πολύ σημαντική, η μεγάλη του ικανότητα να μπορεί να έχει επαφή με τα αρχεία των Υπουργείων των Εξωτερικών της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας, της Βουλγαρίας αλλά και με τις βιβλιοθήκες, η μεγάλη του ικανότητα ο ίδιος να διαβάζει κείμενα σε άλλες γλώσσες, κι όχι να του δίνουν μεταφράσεις –ξέρετε, όταν μεταφράζει κάποιος άλλος υπάρχουν ερμηνεύματα και παραλλαγές - αλλά, κυρίως, η μεγάλη επαφή και η κοινωνικότητα που έχει με τους συλλόγους και με τις ομάδες των ανθρώπων αυτών, των Θρακιωτών στα πανηγύρια, στα γλέντια και στην καθημερινή τους ζωή δίνουν ένα πλούσιο υλικό, αρχειακό, οικογενειακό, προφορικό, που διαμορφώνει τη σύγχρονη και νεότερη πολιτική ιστορία.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ!!!

Ο όρος Γκαγκαούζοι ή Γκαγκαβούζηδες εμφανίζεται για πρώτη φορά στη ρωσική ιστοριογραφία αρχές του 18ου αιώνα. Προσδιορίζονται έτσι όλοι οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Βόρειας Βουλγαρίας. Όλες θεωρούν ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο και ο λόγος είναι προφανής. Εξετάζοντας τα γεγονότα στην Χερσόνησο του Αίμου, το πρώτο πράγμα που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι πως η ευρύτερη Θράκη αποτελεί τον δεξιό πνεύμονα της χερσονήσου και τον αριστερό η Μακεδονία. Από την αρχαιότητα στο χώρο της Θράκης, από το Αιγαίο πέλαγος και μέχρι το Δούναβη, κατοικούσαν Θρακικά φύλα εξελληνισμένα ή μη. Ο χώρος που μας ενδιαφέρει είναι αυτός της Μικράς Σκυθίας, της σημερινής Δοβρουτσάς όπου και εντοπίζονται για πρώτη φορά οι Γκαγκαβούζηδες. Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί ενός αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχθηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδος. Οι περισσότεροι ιστορικοί αρνούνται να δεχτούν, ενώ το γνωρίζουν πολύ καλά πως στην περιοχή της Δοβρουτσάς κατοικούσε μέχρι το3-4ο αιώνα το θρακικό φύλο των Κατταούζων και των Κροβούζων ή Κροβύζων. Τα φύλα αυτά καταγράφονται από τους αρχαίους ιστορικούς Ηρόδοτο και Πτολεμαίο τον γεωγράφο, ενώ αναφορές υπάρχουν και στη Ρωμαϊκή περίοδο από τον Οβίδιο και Πλίνιο τον Φυσιοδίφη. Το θρακικό φύλο των Κατταούζων έχει κάτι κοινό με τους Γκαγκαβούζους; κατά την γνώμη μου στο όνομά τους υπάρχει ένα κοινό συνθετικό το-Ούζοι που προσδιορίζει λαό ή φύλο. Το πρώτο μέρος του ονόματος Καττα ή Γκαγκα είναι λογικό να έχει αλλάξει στην πορεία του χρόνου. Αυτές οι δύο αναφορές στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή βιβλιογραφία ανατρέπουν την θεωρία περί τουρκικού φύλου, το οποίο ανήκει σύμφωνα με την άποψή τους στο μεσαιωνικό τουρκόφωνο ή τουρκικό φύλο των Ούζων που εμφανίστηκε στην Χερσόνησο του Αίμου το 10-11 αιώνα, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι ιστορικοί. Συμπέρασμα: φύλα ή λαοί με το προσωνύμιο Ούζοι προϋπήρχαν στη χερσόνησο και εύκολα εξελληνίστηκαν, από τα πρώτα αποστολικά χρόνια.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγο της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος σύμφωνα με την ελληνική παράδοση συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των λαών του Ευξείνου Πόντου. Οι λαοί που εμφανίστηκαν κατά σειρά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα Βαλκάνια είναι Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Πετζενέγκοι, Ούζοι και Κουμάνοι. Σε όλους επιβλήθηκε ο χριστιανισμός και μέσω του ελληνικού πολιτισμού όχι μόνο εντάχθηκαν αλλά και αποτέλεσαν τα κυριότερα στηρίγματα του βυζαντινού κράτους.
Το Βυζάντιο και το Πατριαρχείο επέτρεπε τις επιγαμίες μεταξύ χριστιανικών διαφορετικών φυλών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος Βυζαντινού υπηκόου, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του ορθόδοξου χριστιανικού με ελληνική μόρφωση αλλά ανθρωπολογικά ως τύπος αποτελούσε ένα κράμα διαφορετικών φυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια αυτός ο τύπος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι την εμφάνιση των εθνικών ιδεολογιών και τη δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια.

Η αλλαγή γλώσσας ως επιλογή επιβίωσης.

Στα Βαλκάνια ο κυριότερος εχθρός του Βυζαντίου ήταν οι Βούλγαροι. Λαός ανυπότακτος με ηγεμόνες που επιζητούσαν πάντοτε την εξουσία και την χειραφέτησή τους από το Βυζάντιο. Η δημιουργία του α΄ και του β΄ βουλγαρικού κράτους άλλαζε συνεχώς τα σύνορα του Βυζαντίου, αλλά τα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν πάντοτε Βυζαντινό έδαφος. Μετά το τέλος των σταυροφοριών στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας ιδρύθηκαν τρία πριγκιπάτα: Το Πριγκιπάτο του Τυρνόβου και το Βιδινίου, τα οποία αποτελούνταν από πληθυσμούς κυρίως βουλγαρικούς, και το Πριγκιπάτο της Καβάρνας, το οποίο αποτελούνταν από Έλληνες Βυζαντινούς, Βλάχους, Κουμάνους και Σελτζούκους Τούρκους. Πρώτος ηγεμόνας ήταν ο Μπαλίκ και δεύτερος ο Ντομπροτιτσά, ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα δύο Βουλγαρικά Πριγκιπάτα και θέτει το Πριγκιπάτο του φόρου υποτελές στο Βυζάντιο. Μετά το θάνατο του Ντομπροτίτσα, ανέλαβε ο γιος του Ιβαγκός. Η άρνηση του Ιβαγκός να συμμετάσχει στην εκστρατεία εναντίον των χριστιανών της Ουγγαρίας, της Μολδαβίας και Βλαχίας, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της περιοχής Καβάρνας απο τους Οθωμανούς το 1394. Με την κατάλυση του κράτους, ο πληθυσμός του πριγκιπάτου έμεινε χωρίς ηγέτες και αναγκάστηκε να αλλάξει τη γλώσσα του. Επειδή ζούσαν ανάμεσα σε συμπαγείς πληθυσμούς Οθωμανών Τούρκων για να επιβιώσουν και για να μπορούν να συναλλάσσονται, άλλαξαν την γλώσσα τους και τουρκοφώνησαν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η γλώσσα των Γκαγκαβούζηδων είναι παρόμοια με των Οθωμανών της Βαλκανικής και όχι με την των Οσμανλήδων της Μικράς Ασίας, δηλαδή διατηρούν στην σύνταξη ακόμη και σήμερα την ελληνική γραμματική και σκέψη παρά την επίσημη τουρκική. Μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς και την ανακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη όλων των χριστιανών οι Γκαγκαβούζοι εντάσσονται στο χριστιανικό Μιλλέτ.

Η εγκατάσταση των Γγαγκαβούζηδων στην Ανατολική Θράκη

Η πρώτη εγκατάσταση Γκαγκαβούζηδων πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Χάφσας μαρτυρείται από το 512 έως 560 επί βασιλείας του Σελίμ Α’ του Γιαβούζ και του Μωάμεθ του Μεγαλοπρεπή. Στο Χάσκιοι της Αδριανούπολης χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες γης και δούλευαν στα χωράφια του Σουλτάνου και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα της χριστιανής συζύγου του Ουκρανής Ρωξελάνης. Το 16ο αιώνα, κατά την περιοδεία στα Βαλκάνια ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί συναντά τους γκιούρηδες(άπιστος) Τούρκους και απορεί πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τουρκόφωνοι χριστιανοί. Μετά από μια μικρή έρευνα παραδέχεται ότι δεν πρόκειται για τουρκικό φύλο. Σύμφωνα με τα γραπτά του, Οθωμανούς και τουρκικά φύλα συνάντησε Βορειότερα στα Παραδουνάβια έλη. Σε όλους τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους οι Γκαγκαβούζηδες βοηθούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν το ρωσικό στρατό. Ο Γκαγκαβούζικος πληθυσμός της Βεσσαραβίας από το 1810-1820 αναπτύσσεται και λειτουργεί άλλοτε σε εχθρικό περιβάλλον και άλλοτε σε φιλικό. Κυρίως, ως αγρότες συμμετέχουν σε όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Μολδαβία και στη Βλαχία. Συμμετέχουν με δικό τους στρατιωτικό σώμα στην επανάσταση του Υψηλάντη με αρχηγό το Δημήτρη Βατικιώτη Απόστολο της Φιλικής Εταιρίας. Οι Βούλγαροι τονίζουν σε όλα τα ιστορικά βιβλία τους την ανδρεία και το θάρρος που επιδείκνυαν οι Γκαγκαβούζηδες στο πεδίο της μάχης.