ΟΙ ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ ΟΙΝΟΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ
ΚΑΙ Ο ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΤΟ ΚΡΑΣΟΧΩΡΙ»
Ιστορική Αναδρομή
Οι Γκαγκαβούζηδες είναι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί με βαλκανικά πολιτισμικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Οι πρώτες ιστορικές αναφορές τους εντοπίζουν στα βορειοανατολικά Βαλκάνια, στην περιοχή της Δοβρουτσάς, κυρίως στα εδάφη από την Βάρνα έως την Κωνστάντζα και από τη Καβάρνα ως το Ντόμπριτς. Στα ίδια εδάφη από τα αρχαία χρόνια και μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται σύμφωνα με τις αναφορές αρχαίων ιστορικών να κατοικεί ένα ντόπιο βαλκανικό θρακικό φύλο με την ονομασία Κατταούζοι ή Κροβούζοι.
Οι δύο λαοί έχουν κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παραδόξως αποσιωπούνται. Το πρώτο είναι η ομοιότητα του εθνονύμου τους, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη για την κοινή καταγωγή και συνέχεια των δύο λαών. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως εμφανίζονται να κατοικούν στην ίδια περιοχή για εκατοντάδες χρόνια ανεξαρτήτως των συχνών επιδρομών και μεταναστεύσεων φύλων και λαών. Έτσι, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι Γκαγκαβούζηδες αποτελούν τη συνέχεια του θρακικού φύλου των Κατταούζων ή Κροβούζων.
Επιπλέον, οι τρεις μεγάλες διοικητικές και πολιτικές αλλαγές στην περιοχή τους, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν φαίνεται να αλλοίωσαν ουσιαστικά την συνεχή παρουσία τους σε αυτά τα εδάφη. Παρέμεναν και προσαρμόζονταν στις νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το γεγονός αυτό έχει να κάνει κύρια με την δομή της κοινωνίας τους που ήταν αγροτική. Παράλληλα σημαντικό ρόλο έπαιξε και η σταθερή προσήλωσή τους στους ηγέτες και τους στρατιωτικούς τους διοικητές, μιας και αποτελούσαν το κύριο σώμα των στρατιωτικών δυνάμεων που προστάτευαν την ευρύτερη περιοχή.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και ο γρήγορος εκχριστιανισμός τους στα πρώτα αποστολικά χρόνια και η σταθερή τους προσήλωση στο ελληνορθόδοξο Δόγμα και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας παρέμεναν πιστοί στον εκάστοτε αυτοκράτορα και στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης έχοντας απευθείας εκκλησιαστική και πολιτική διοίκηση από το Πατριαρχείο και την αυλή του βυζαντινού αυτοκράτορα από όπου ορίζονταν κάθε φορά ο ηγεμόνας τους. Στα δύσκολα οθωμανικά χρόνια ζώντας ανάμεσα σε συμπαγείς τουρκικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς διατήρησαν την ορθόδοξη χριστιανική τους πίστη, αλλάζοντας την γλώσσα τους. Ένας δεύτερος και σημαντικός λόγος της γλωσσικής τους μεταστροφής ήταν η απομόνωσή τους από τα χριστιανικά κέντρα και η ανάγκη να επιβιώσουν. Είναι δε χαρακτηριστικό πως στην περίοδο των συνεχών κατακτήσεων, οι σουλτάνοι επέβαλαν σε όλους τους κατακτημένους λαούς την αλλαγή της γλώσσας ως ένα από τα μέτρα που έπαιρναν με την κατοχύρωση της εξουσίας τους.
Από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης και μέχρι τον 19ο αιώνα συμμετέχουν ενεργά στην τοπική αυτοδιοίκηση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων των βορειοανατολικών Βαλκανίων και υπόκεινται σε ανάλογες διώξεις τόσο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και στη συνέχεια από το νεοεμφανιζόμενο βουλγαρικό κράτος. Λόγω των συχνών Ρωσοτουρκικών πολέμων αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε ασφαλέστερες περιοχές όπως στην Βεσσαραβία, όπου μετοίκησε κατά τις αρχές του 19ου αιώνα το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους. Ένα μικρότερο τμήμα κατέφυγε νότια, στην ανατολική Θράκη και πιο συγκεκριμένα σε χωριά κοντά στην Αδριανούπολη (Έντιρνε), όπου και παρέμειναν μέχρι το 1923, ενώ ένας μικρός αριθμός Γκαγκαβούζηδων παρέμειναν στα προγονικά τους εδάφη στη Δοβρουτσά, όπου κατοικούν μέχρι και σήμερα. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι μια άλλη μικρή ομάδα Γκαγκαβούζηδων εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο και συνεχίζει να κατοικεί στην Μακεδονία, στην περιοχή της ιστορικής κωμόπολης της Ζίχνης, στην Ελλάδα.
Η παρουσία των Γκαγκαβούζηδων στην Ανατολική Θράκη
Στην ανατολική Θράκη οι Γκαγκαβούζηδες ζούσαν μέχρι το 1923 σε 26 χωριά, ανατολικά του ποταμού Έβρου (Μαρίτσα, Μερίτς) και βόρια του ποταμού Εργίνη (Εργκένε), ανάμεσα στις πόλεις Ανδριανούπολη (Έντιρνε), Σαράντα Εκκλησιές (Κιρκλάρελλι), Αρτίσκος (Μπαμπαεσκί) και Μακρά Γέφυρα (Ουζούνκιοπρου). Η μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση των Γκαγκαβούζηδων από τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης ήταν το ιδιαίτερο γλωσσικό τους ιδίωμα, το οποίο αν και προσομοιάζει με την τουρκική γλώσσα έχει πολλές λέξεις με ελληνική ρίζα.
Το 1923, με τη οριστική διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την χάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων, το δυτικό τμήμα της περιοχής της Θράκης παρέμεινε μέσα στα όρια της Ελλάδας, ενώ το ανατολικό της τμήμα αποδόθηκε στη νεοϊδρυθείσα τότε Τουρκική Δημοκρατία όπως και τα προαναφερθέντα 26 χωριά των Γκαγκαβούζηδων. Ακολούθως έλαβε χώρα η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών με τη συνθήκης της Λωζάνης και οι Γκαγκαβούζηδες της ανατολικής Θράκης, έχοντας ελληνική εθνική συνείδηση, συμπεριλήφθηκαν μέσα τους ελληνικούς πληθυσμούς που οι Τούρκοι έκριναν ανταλλάξιμους και έτσι μετακινήθηκαν στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στο ελληνικό δυτικό τμήμα της Θράκης, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τις χαμένες τους πατρίδες.
Οι Γκαγκαβούζηδες του προαστίου Οινόη της Νέας Ορεστιάδας
Ένα από τα 26 χαμένα χωριά των Γκαγκαβούζηδων στην ανατολική Θράκη ήταν και το Σαραπλάρ, το οποίο ονομαζόταν και Σερμπεττάρ ή Κρασοχώρι. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, ερχόμενοι το 1923 στην Ελλάδα, οι Γκαγκαβούζηδες πρόσφυγες του χωριού Σαραπλάρ εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της πόλης της Νέας Ορεστιάδας, ιδρύοντας το χωριό Οινόη. Σύντομα το χωριό χωρίστηκε σε δυο οικισμούς, την Κάτω (κάτω) Οινόη και την Άνω (πάνω) Οινόη, οι οποίοι αποτελούν σήμερα 2 από τα 7 όμορα προάστια της πόλης της Νέας Ορεστιάδας. Η ονομασία Οινόη αποτελεί την αρχαιοελληνική απόδοση της ονομασίας Σαραπλάρ ή Κρασοχώρι του παλαιού χωριού των Γκαγκαβούζηδων αυτών προσφύγων που σημαίνει «χωριό του κρασιού».
Η πόλη της Νέας Ορεστιάδας δημιουργήθηκε και αυτή κατά την περίοδο του 1923 από Γκαγκαβούζηδες και Έλληνες πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη. Η πόλη βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του Νομού Έβρου στη δυτική Θράκη, μέσα στην κοιλάδα του ομώνυμου ποταμού, σε μικρή απόσταση από την κοίτη του και αποτελεί το οικονομικό και διοικητικό κέντρο μιας από τις σημαντικότερες πεδιάδες της Ελλάδας. Είναι μια αναπτυσσόμενη πόλη και μαζί με τα 7 της προάστια έχει συνολικό πληθυσμό γύρω στα 20.000 άτομα, από τους οποίους ένα μεγάλο ποσοστό είναι Γκαγκαβούζηδες.
Ο Λαογραφικός & Πολιτιστικός Σύλλογος «Το Κρασοχώρι»
Το 1991 οι Γκαγκαβούζηδες του οικισμού της Άνω Οινόης δημιούργησαν τον Λαογραφικό & Πολιτιστικό Σύλλογο «Το Κρασοχώρι», τον οποίο ονόμασαν έτσι προς ανάμνηση του χωριού τους στην Ανατολική Θράκη. Οι δραστηριότητες του Συλλόγου είναι πολυσχιδείς και αφορούν κυρίως την προστασία, την προβολή και τη διάδοση της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς των κατοίκων της Οινόης, προβάλλοντας τα ήθη, τα έθιμα και τη μουσικοχορευτική παράδοση των Γκαγκαβούζηδων. Στο Σύλλογο λειτουργούν χορευτικά τμήματα παιδιών και ενηλίκων, τα οποία συμμετέχουν σε διάφορα φεστιβάλ παραδοσιακών χορών, χορεύοντας και τραγουδώντας παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια της Οινόης, ντυμένοι με αυθεντικές θρακιώτικες γκαγκαβούζικες φορεσιές.
Ο Σύλλογος έχει καθιερώσει κάθε χρόνο, με αφορμή την πανήγυρη του παρεκκλησίου του Αγίου Φανουρίου της Άνω Οινόης στις 27 Αύγουστου, την διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων αφιερωμένων στο χωριό Σαραπλάρ (Κρασοχώρι), την αλησμόνητη πατρίδα των Γκαγκαβούζηδων στην ανατολική Θράκη. Επίσης οργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις και στην πανήγυρη του κεντρικού ναού της Άνω Οινόης που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.
Στους στόχους του Συλλόγου περιλαμβάνεται η προσπάθεια δραστηριοποίησης των κατοίκων της Άνω Οινόης να εργαστούν για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την ευημερία και τον πολιτισμό της τοπικής κοινωνίας, καθώς και την προβολή της πλούσιας της λαογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό καλεί όσους ενστερνίζονται τα ίδια οράματα να σταθούν αρωγοί και κοινωνοί αυτής της προσπάθειας, ώστε να εξασφαλιστεί ένα καλύτερο και ποιοτικότερο μέλλον στις νέες γενιές.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου